Tους τελευταίους δύο μήνες του καλοκαιριού η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με μια δραματική αύξηση του αριθμού των μικτών μεταναστευτικών ροών στα σύνορα της. Τα επίσημα στοιχεία είναι συγκλονιστικά: 138.081 άτομα, δηλαδή αύξηση 1.100% (!) σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2014. Με δεδομένη την συνεχώς επιδεινούμενη τραγική κατάσταση στις χώρες προέλευσης, οι ροές αναμένεται να πολλαπλασιαστούν και να ενταθούν στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.

Με τον τρόπο αυτό η «εισαγόμενη» -και συνεχώς αυξανόμενη- ανθρωπιστική τραγωδία συναντήθηκε με την υφιστάμενη (εσωτερική) ανθρωπιστική κρίση που βιώνει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια και -κυρίως- με το «εσωτερικό χάος» ενός εξαιρετικά αδύναμου και κατακερματισμένου θεσμικού συστήματος στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων.

Ειδικά αυτό το τελευταίο, αν και αποτελεί ένα εγγενές χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος, νομιμοποιήθηκε και ενισχύθηκε από σειρά ιδεοληπτικών και φοβικών χαρακτηριστικών της ελληνικής κυβέρνησης. Η κατάσταση μοιάζει να οδηγείται στην «τέλεια καταιγίδα», όπου μια χώρα αδυνατεί να αντιληφθεί –και πολύ περισσότερο να διαχειριστεί– μια συνεχώς επιδεινούμενη πραγματικότητα στο άμεσο περιβάλλον της.

Ειδικά η αντιμετώπιση του πιο πρόσφατου «ξαφνικού»(!) και «απρόβλεπτου»(!) κύματος μεταναστών από τους καθ’ ύλην αρμόδιους της μεταναστευτικής πολιτικής της χώρας υπήρξε απολύτως αποσπασματική και κατέδειξε με εκκωφαντικό τρόπο την πλήρη απουσία σχεδίου, τόσο βραχυπρόθεσμης όσο και μεσοπρόθεσμης διαχείρισης του εξαιρετικά σύνθετου προβλήματος της εξαναγκαστικής μετανάστευσης.

Αν και το Ανατολικό Μέτωπο μεταναστευτικών ροών αποτελούσε –με ελάχιστες εναλλαγές με το Κεντρικό Μέτωπο– την κύρια είσοδο παράτυπων μεταναστών κατά την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν σχεδίασε με συνολικό και αποτελεσματικό τρόπο τον έλεγχο των παράτυπων μεταναστευτικών ροών προς τα ανατολικά χερσαία και τα θαλάσσια σύνορα της χώρας.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όχι μόνο συνέχισε την αποσπασματική πολιτική των προκατόχων της, αλλά προχώρησε και στην αποσύνδεσή του από άλλα υφιστάμενα σύγχρονα προβλήματα ασφάλειας στην περιοχή της Μεσογείου.

Αν βεβαίως η Ελλάδα έκανε –και εξακολουθεί να κάνει– λίγα, αργά και με λάθος τρόπο για τη διαχείριση του σοβαρότερου σύγχρονου προβλήματος ασφάλειας, η Ευρωπαϊκή Ένωση από την πλευρά της έκανε πολύ λίγα και πολύ αργά. Δυστυχώς οι αποφάσεις της Ε.Ε. για την λήψη συγκεκριμένων μέτρων σε επίπεδο Συμβουλίων ή στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παρέμειναν αναποτελεσματικές εξαιτίας διαφόρων λόγων που αφορούν την αδυναμία της ΕΕ να θέσει με σαφήνεια τους στόχους , τα όρια των δυνατοτήτων της και τις διαφοροποιήσεις των κρατών μελών σχετικά με την χορήγηση ασύλου και κυρίως την άρνηση πολλών κρατών-μελών της Ε.Ε. από την Κεντρική, Ανατολική και Βόρεια Ευρώπη να επιδείξουν «υποχρεωτική αλληλεγγύη» και να αποδεχτούν στο έδαφός τους μέσω «υποχρεωτικών ποσοστώσεων» (mandatory quotas) συγκεκριμένους αριθμούς παράτυπων μεταναστών από τα κράτη-μέλη τους ευρωπαϊκού Νότου, κυρίως την Ιταλία και την Ελλάδα.

Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη εθνικού στρατηγικού σχεδίου διαχείρισης του σημαντικότερου προβλήματος ασφάλειας αποτελεί αδήριτη ανάγκη και μονόδρομο για όποια κυβέρνηση προκύψει από τις επικείμενες εκλογές.

Στην κατεύθυνση αυτή η σύσταση επιτελικού διυπουργικού οργάνου, ως μέρος ενός ευρύτερου θεσμικού συστήματος στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων και όχι ως ένα ad hoc όργανο δι-υπουργικού συντονισμού όπως το υφιστάμενο σήμερα, αποτελεί «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση για τη συνολική και συγκροτημένη σχεδίαση και υλοποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής της χώρας.

Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων και ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι Καθηγητής στη Σχολή Εθνικής Ασφάλειας (ΣΕΑ). Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφορεί προσεχώς το βιβλίο τους Εξαναγκαστική Μετανάστευση και Ασφάλεια στη Μεσόγειο.