Το Νόμπελ Ειρήνης 2016 έχει ήδη δύο αδιαφιλονίκητα φαβορί: τον Νίκο Αναστασιάδη και τον Μουσταφά Ακκιντζί. Η πανηγυρική εκλογή του δεύτερου αιφνιδίασε μόνο όσους παρέβλεπαν ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα εξακολουθεί να πρωτοστατεί στην προσπάθεια αποτροπής της οριστικής διχοτόμησης.

Η ώθηση που έδωσε η νίκη του Ακκιντζί στις συνομιλίες, και κυρίως η θεαματική βελτίωση του κλίματος στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, προδιαθέτουν για μια ταχεία και ειλικρινή διαδικασία διαπραγμάτευσης που θα μπορούσε να κορυφωθεί με ταυτόχρονα δημοψηφίσματα τον ερχόμενο Φεβρουάριο.

Συγκρινόμενο, βεβαίως, με τα πρωτογενή πλεονεκτήματα της επίλυσης του Κυπριακού, το Νόμπελ θα ήταν απλώς μια παράπλευρη, ασήμαντη ωφέλεια. Αφήνοντας οριστικά πίσω της το σκοτεινό παρελθόν της εκατέρωθεν βίας και επιθετικότητας, μια επανενωμένη Κύπρος θα αποτελούσε το περιβάλλον μιας πρωτοφανούς οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης.

Αυτή η προοπτική της λύσης είναι αμείλικτη και αναγκάζει τα εθνικο-σοσιαλιστικά υπολείμματα του νησιού σε εκκεντρικές γραφικότητες, όπως η όψιμη αντίθεση στη λύση διζωνικού χαρακτήρα – την οποία ούτε ο Μακάριος ούτε ο Τάσσος Παπαδόπουλος έπαψαν ποτέ να έχουν ως πυξίδα τους.

Δεν μπορεί, ωστόσο, να περάσει απαρατήρητος ο προκλητικός απορριπτισμός που εκπέμπεται εσχάτως από την Αθήνα. Η χρεοκοπημένη ελληνική πολιτική τάξη επιχειρεί να επανανομιμοποιηθεί επιδαψιλεύοντας στον εαυτό της παράσημα δεξιάς ή αριστερής εθνικοφροσύνης.

Είναι ίσως αναμενόμενη η εξ επαγγέλματος “ανυποχώρητη” εθνική στάση του αρχηγού της ΝΔ, οι άχαρες πιρουέτες του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, οι εμπρηστικές, μακρόθεν και εκ του ασφαλούς μαχητικές δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών. Αυτός που υπερέβη κάθε όριο, ωστόσο, ήταν ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος της Δημοκρατίας, καθώς δεν δίστασε, με τρόπο ιταμό, να παρέμβει στα εσωτερικά της κυρίαρχης Κυπριακής Δημοκρατίας και να της υποδείξει δημοσίως τον τρόπο και τις επιδιώξεις της διαπραγματευτικής διαδικασίας.

Αφού πρώτα ήγειρε υπονομευτικά το ανύπαρκτο θέμα «της πορείας της Κύπρου στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης», αφού ζήτησε –σε αντίθεση με ό,τι έχουν συμφωνήσει όλοι οι Πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας– την «αποχώρηση και του τελευταίου εποίκου», ο κ. Παυλόπουλος ενθυμήθηκε και ένα «χρέος των Ελλήνων [sic] απέναντι στην Κύπρο». Το χρέος αυτό πράγματι υφίσταται – και στην παρούσα συγκυρία μεταφράζεται σε μια απλή επίγνωση: Καθώς φαίνεται ότι αδυνατεί να συμβάλει ενεργά στη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διαπραγμάτευσης, η ελληνική πολιτική τάξη, αναλογιζόμενη και τις πολλαπλές ευθύνες της από το παρελθόν, επιβάλλεται τουλάχιστον να σιωπήσει. Κανείς, εξάλλου, δεν της ζητάει κάτι. Ας ασχοληθεί λοιπόν με τα του οίκου της – είναι ήδη αρκετά.

Ο Παναγιώτης Θανασάςείναι πολίτης τόσο της Ελληνικής όσο και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διδάσκει Φιλοσοφία στο ΑΠΘ.