Οι νεαροί δρομείς έχουν διαφορές από μένα –και από εσάς ενδεχομένως. Είναι ταχύτεροι. Κι αυτό το πετυχαίνουν επειδή χρησιμοποιούν κάποιους μυς των ποδιών τους με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι ένας 50άρης και βάλε δρομέας. Αυτό τουλάχιστον έδειξε μια νέα έρευνα που μελέτησε τον συσχετισμό διασκελισμού και ηλικίας του δρομέα. Η έρευνα μάλιστα υποστηρίζει πως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δρομείς θα μπορούσαν να αναζωογονήσουν τον νωθρό ρυθμό τους με σωστό πρόγραμμα ενδυνάμωσης.

Η επιστήμη, τα διάφορα καταγεγραμμένα στοιχεία και η ίδια η εμπειρία της ζωής εμφανίζουν τους δρομείς να γίνονται βραδύτεροι όσο μεγαλώνουν. Είναι μάλλον γενικά παραδεκτό πως μια τέτοια επιβράδυνση ταχύτητας θεωρείται αναπόφευκτη. Μεγαλώνουμε: φυσικό είναι να είμαστε πιο αργοί. Παρ’ όλα αυτά, ξέρουμε πολύ λίγα για τους λόγους που το σώμα μας οδηγείται σε αυτό το αποτέλεσμα. Ωστόσο, έχουμε κάποιες ενδείξεις βασισμένες σε παλαιότερες μελέτες που δείχνουν πως η αερόβια ικανότητά μας μειώνεται όσο πλησιάζουμε τα 40 και συνεχίζει να μειώνεται κατά 10% σε κάθε επόμενη δεκαετία που διανύουμε, ακόμη κι αν αθλούμαστε σθεναρά. Επομένως, ένας σοβαρός εξηντάρης δρομέας σίγουρα θα έχει πολύ μεγαλύτερη αντοχή από έναν μη αθλούμενο συνομήλικό του αλλά οπωσδήποτε λιγότερη από τον σαραντάρη ή πενηντάρη εαυτό του.

Λιγότερη αντοχή, όμως, δεν σημαίνει αυτομάτως και βραδύτερος δρομικός ρυθμός. Θεωρητικά, μεγαλώνοντας, θα μπορούσαμε να τρέχουμε στην ίδια ταχύτητα με παλαιότερα. Θα γινόταν μεν, αλλά θα μας ήταν δυσκολότερο. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Εμείς απλώς ρίχνουμε την ταχύτητα.

Το γεγονός αυτό κίνησε το ενδιαφέρον του Πολ ντε Βίτα, καθηγητή Κινησιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιστ Καρολάινα στο Γκρίνβιλ των ΗΠΑ και προέδρου της Αμερικανικής Κοινότητας Βιομηχανικής. Ετσι, το 2000 μαζί με τον ούγγρο συνάδελφό του Τίμπορ Χόρτομπαγκι δημοσίευσε μια δημοφιλή μελέτη η οποία έδειχνε πως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι όταν βαδίζουν κάνουν μικρότερα βήματα από τους νεότερους. Επιπλέον, βασίζουν την κίνησή τους περισσότερο στους μυς που περιβάλλουν τα ισχία παρά σε αυτούς γύρω από τους αστραγάλους, συγκρινόμενοι με τους νεότερους βαδιστές. Κατά τον δρα Ντε Βίτα, κάποια τέτοια αλλαγή μάλλον συμβαίνει και στους δρομείς, αν και δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία να το υποστηρίζουν.

H νέα μελέτη λοιπόν, η οποία δημοσιεύτηκε τον περασμένο μήνα στην επιθεώρηση «Ιατρική και Επιστήμη στον Αθλητισμό και την Ασκηση», ασχολείται ακριβώς με αυτό. Ο δρ Ντε Βίτα και οι συνάδελφοί του επιστράτευσαν 110 έμπειρους, ερασιτέχνες δρομείς, άνδρες και γυναίκες, ηλικίας μεταξύ 23 και 59 ετών. Τους φόρεσαν συσκευές σχεδιασμένες να καταγράφουν τις κινήσεις τους. Στη συνέχεια και ενώ τους βιντεοσκοπούσαν, οι εθελοντές άρχισαν να τρέχουν στον συνηθισμένο τους ρυθμό πάνω σε έναν ειδικό διάδρομο που μετρούσε τη δύναμη πρόσκρουσής τους με το έδαφος. Οι ερευνητές με βάση αυτά τα δεδομένα έφτιαξαν τα διάφορα προφίλ δρομικού στυλ και τα συνέκριναν ανά ηλικία.

Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Ανάλογα με τη δεκαετία που διένυαν, οι δρομείς μείωναν το μήκος του διασκελισμού και την ταχύτητά τους περίπου κατά 20%! Στο μεταξύ, φάνηκε πως οι δρομείς γύρω στα 40 ενεργοποιούσαν αρκετά λιγότερο τους μυς του κάτω μέρους του ποδιού, ειδικά της γάμπας και του αστραγάλου.

Δυναμώστε ισχία και αστραγάλους

Ο δρ Ντε Βίτα και η ομάδα του βρήκαν πως οι σαραντάρηδες δρομείς είχαν πιο αδύναμο πάτημα, επομένως δεν σηκώνονταν πολύ ψηλά από το έδαφος όπως έκαναν οι νεότεροι δρομείς. Επίσης φάνηκε πως η αλλαγή δρομικού στυλ συνεχίζεται όσο οι δρομείς πλησιάζουν τα 50. Οι ερευνητές παρατήρησαν πως αυτό δεν συνοδεύτηκε από αυξανόμενη ενεργοποίηση των ισχιακών μυών, όπως είχαν σημειώσει στους βαδιστές. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δρομείς όντως χρησιμοποιούσαν τους μυς των αστραγάλων λιγότερο αλλά όχι κάποιους άλλους μυς περισσότερο. Αντ’ αυτού, πολύ απλά επιβράδυναν.

Ο Ντε Βίτα υποστηρίζει πως μια τέτοια τροποποίηση που μειώνει την εξάρτηση του δρομέα από τους μυς του κάτω μέρους του ποδιού έχει λογική εξήγηση και με όρους φυσιολογίας. Αποδεδειγμένα, συνεχίζει, οι μύες αυτοί γερνούν νωρίτερα από άλλους, κλονίζοντας τη σχέση μυϊκών κυττάρων και νευρικού συστήματος, ενώ επίσης αποδυναμώνεται σταδιακά η δυνατότητα αποκατάστασης των μυών αυτών σε σχέση με άλλους. «Τραυματισμοί στα ισχία και στον αχίλλειο τένοντα τείνουν να αυξάνονται όσο οι δρομείς μεγαλώνουν», συμπληρώνει, «κυρίως επειδή αυτοί οι ιστοί γίνονται όλο και πιο ευαίσθητοι». Για την αποφυγή τέτοιων τραυματισμών και τη διατήρηση – όσο γίνεται – της ταχύτητάς μας όσο περνούν τα χρόνια, ο Ντε Βίτα προτείνει ενδυνάμωση των μυών που περιβάλλουν τα ισχία και τους αστραγάλους.

«Η μελέτη ασχολήθηκε με δρομείς σε μια συγκεκριμένη φάση της ζωής τους» παρατηρεί ο Πολ ντε Βίτα. «Για ακριβέστερο συσχετισμό ηλικίας και δρομικού στυλ θα πρέπει να ακολουθήσουμε και να μελετάμε τους ίδιους δρομείς για δεκαετίες, κάτι που ελπίζουμε να το καταφέρουμε». Eίναι σημαντικό να καταλάβουμε με ποιον τρόπο και οι υπόλοιπες μεταβολές στη φυσιολογία των δρομέων όσο μεγαλώνουν εμπλέκονται στην αλλαγή του δρομικού τους στυλ. Ιδιαιτέρως η μείωση της αερόβιας ικανότητάς τους. «Ισως το σώμα, αναγνωρίζοντας πως οφείλει να κοπιάσει πολύ περισσότερο για να τρέξει όσο γρήγορα έτρεχε και πως κάποιοι μύες δεν είναι πια τόσο ζωηροί όσο κάποτε, να προτιμά να κόψει ταχύτητα» καταλήγει ο καθηγητής. «Είναι πιθανότατα μια προσαρμογή αυτοπροστασίας».