Φεβρουάριος 1966. Η 23χρονη Ρομπέρτα –Μπόμπι, όπως τη φώναζαν οι φίλοι της –Γκιμπ σκίζει με αγωνία τον φάκελο που βρίσκει στο γραμματοκιβώτιό της. Αποστολέας είναι η Αθλητική Ενωση Βοστώνης που θα της απέστελλε τον αριθμό συμμετοχής της στον Μαραθώνιο. Αντ’ αυτού ο φάκελος περιέχει μια επιστολή με την οποία την ενημερώνουν ότι η αίτησή της απορρίφθηκε. «Δεν επιτρέπονται γυναίκες! Αλλωστε, δεν είναι ψυχολογικά ικανές», έγραφε ο διευθυντής της διοργάνωσης Γουίλ Κλούνι.

Η Μπόμπι γίνεται έξαλλη. Ετρεχε από παιδί στα δάση των προαστίων της Βοστώνης, έπαιζε χόκεϊ στο σχολείο και έκανε καθημερινά 11-13 χλμ. Οταν παρακολούθησε τον πρώτο Μαραθώνιο της Βοστώνης το 1964, υποσχέθηκε στον εαυτό της: «Θα προπονηθώ, θα το κάνω». Στις επόμενες 700 ημέρες που ακολούθησαν προπονούνταν σχεδόν καθημερινά, παντρεύτηκε, μετακόμισε στο Σαν Ντιέγκο κι ενώ ήταν έτοιμη για το ταξίδι στη Βοστώνη ανακάλυψε ότι δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή στις γυναίκες.

«Σήμερα ο κόσμος δεν καταλαβαίνει πώς ήταν τα πράγματα τότε», λέει η 73χρονη Μπόμπι Γκιμπ, που εργάζεται ως ερευνήτρια στον τομέα των νευροεπιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο στην Καλιφόρνια. «Ηταν δύσκολο για μια γυναίκα να γίνει γιατρός, δικηγόρος ή επιχειρηματίας. Δεν μπορούσε να πάρει δάνειο ή να εκδώσει πιστωτική κάρτα στο όνομά της. Αλλά να μην μπορεί να τρέξει;».

Δεν είχε σκοπό να κάνει κάποιου είδους επανάσταση με αυτή της την κίνηση. Οταν όμως έλαβε την επιστολή αποκλεισμού της, όλα άλλαξαν. «Κατάλαβα ότι τα γεγονότα με υπερέβαιναν. Από τη στιγμή που θα έτρεχα δεν θα άλλαζα μόνο κανόνες, αλλά και συμπεριφορές και θα αμφισβητούνταν πλέον το τι μπορούν να κάνουν οι γυναίκες και τι όχι. Θα έτρεχα για όλες μας».

Τέσσερις μέρες χρειάστηκε να ταξιδέψει με λεωφορείο ώς τη Βοστώνη διασχίζοντας τα 4.820 χλμ. που τη χώριζαν από το Σαν Ντιέγκο. Την παραμονή του αγώνα έφτασε στο πατρικό της και ενημέρωσε τους γονείς της για τα σχέδιά της. «Ο πατέρας μου, αν και καθηγητής στο MIT που πάντα με ενθάρρυνε να κυνηγώ τα όνειρά μου, θύμωσε. Η μητέρα μου κατάλαβε πόσο σημαντικό ήταν».

Στις 19 Απριλίου 1966 μία ώρα πριν από την εκκίνηση, η Μπόμπι βρισκόταν ανάμεσα σε 540 άνδρες δρομείς. Φορούσε τη βερμούδα του αδελφού της και μια μπλούζα με κουκούλα για να κρύψει την αλογοουρά της φοβούμενη μην αντιληφθούν οι παριστάμενοι το φύλο της. Για ασφάλεια έτρεξε 3-4 χλμ. γύρω γύρω και κρύφτηκε σε κάτι θάμνους κοντά στη γραμμή εκκίνησης. Μόλις ακούστηκε ο πυροβολισμός άφησε τους γρήγορους αντιπάλους της να προχωρήσουν και γλίστρησε ανάμεσα στον μεγάλο όγκο των δρομέων.

Δεν πέρασε πολλή ώρα για να καταλάβουν ότι ανάμεσά τους έτρεχε μια γυναίκα. «Με προστάτευαν και με ενθάρρυναν», θυμάται. Το φινάλε ωστόσο αποδείχθηκε δραματικό. Νηστική και διψασμένη (της είχαν πει στο σχολείο ότι αν έτρωγε κι έπινε νερό θα πάθαινε κράμπες), με πόδια γεμάτα φουσκάλες και ματωμένα επειδή φορούσε τα αθλητικά παπούτσια του αδελφού της –δεν υπήρχαν τότε γυναικεία –άρχισε να χάνει τον ρυθμό της. «Στα τελευταία 3 χλμ. πήγαινα στις μύτες, αλλά ήξερα ότι αν δεν τερμάτιζα, θα έλεγαν: «Βλέπετε; Να γιατί δεν επιτρέπεται στις γυναίκες να τρέχουν μεγάλες αποστάσεις». Επρεπε να τερματίσω και να τερματίσω όρθια». Κι έκοψε το νήμα σε 3 ώρες, 21 λεπτά και 40 δευτερόλεπτα.

Ο κυβερνήτης της Μασαχουσέτης τής έσφιξε το χέρι. Οι δημοσιογράφοι ζητούσαν δηλώσεις από τους γονείς της. Αρθρα για την ιστορία της δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες της Ιαπωνίας και της Μαλαισίας.

Το κατεστημένο είχε σπάσει. Οι γυναίκες πλέον δεν προορίζονταν μόνο για να μαγειρεύουν στην κουζίνα. Μπορούσαν να τρέχουν και Μαραθωνίους. Την επόμενη χρονιά (1967) την ακολούθησε μία ακόμη γυναίκα και το 1968 άλλες τέσσερις.

To κύμα των γυναικών μαραθωνοδρόμων μεγάλωνε. Η Γκιμπ είχε κάθε λόγο να αισθάνεται περήφανη. Ώς τη στιγμή που ανακάλυψε, το 1972, ότι οι περισσότερες δρομείς ανέφεραν ως πρώτη συμμετέχουσα στον Μαραθώνιο της Βοστώνης την Κάθι Σβίτζερ, μια 20χρονη φοιτήτρια δημοσιογραφίας που είχε τερματίσει το 1967 μία ώρα μετά την Γκιμπ με αριθμό συμμετοχής κάνοντας αίτηση ως άνδρας χρησιμοποιώντας μόνο τα αρχικά της. Τα φώτα στράφηκαν πάνω της όταν ο διευθυντής του αγώνα επιχείρησε να τη βγάλει εκτός διαδρομής και οι φωτογραφίες από το συμβάν έκαναν τον γύρο του κόσμου.

Τα δώδεκα χρόνια που η Γκιμπ αποφοιτούσε από το κολέγιο, έπαιρνε διαζύγιο, σπούδαζε στην ιατρική, ξαναπαντρευόταν κι αποκτούσε έναν γιο, η Σβίτζερ έκανε καριέρα ως συγγραφέας, κέρδισε τον Μαραθώνιο της Νέας Υόρκης το 1974 κι ένα βραβείο Εμι ως τηλεοπτική σχολιάστρια, και έγινε γνωστή ως «η πρώτη γυναίκα που συμμετείχε τον Μαραθώνιο της Βοστώνης». Οταν η Γκιμπ παρακολουθώντας το 1979 τον αγώνα από την τηλεόραση άκουσε τον εκφωνητή να μιλά για την πρώτη μαραθωνοδρόμο ξεκίνησε έναν διαφορετικό μαραθώνιο που κράτησε μια δεκαετία με επιστολές προς τηλεοπτικούς σταθμούς, εκδοτικούς οίκους και περιοδικά.

Τελικά δικαιώθηκε. Της απονεμήθηκαν αναδρομικά τα μετάλλια πρώτης θέσης για τους τρεις πρώτους αγώνες και ήταν επίτιμη καλεσμένη στις επετειακές διαδρομές των 20, 30 και 35 χρόνων της διοργάνωσης, ενώ της δόθηκε θέση και στη Λεωφόρο της Δόξας του Μαραθωνίου της Βοστώνης.

«Στα νιάτα μου οι γυναίκες κάθονταν στην άκρη όταν οι άνδρες έτρεχαν και έκαναν σερφ. Εγώ φανταζόμουν τις γυναίκες γρήγορες, όμορφες, δυνατές και με αυτοπεποίθηση, όπως είναι σήμερα. Κι έκανα ό,τι μπορούσα για να βοηθήσω να πάνε τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση», λέει η 73χρονη σήμερα δρομέας που εξακολουθεί να τρέχει μία ώρα ημερησίως.

Πρωτιές

Η πρώτη γυναίκα που έτρεξε Mαραθώνιο ήταν η Eλληνίδα Σταμάτα Ρεβίθη, το 1896. Της απαγόρευσαν να λάβει μέρος στην ολυμπιακή κούρσα, μα εκείνη έτρεξε τη διαδρομή μόνη της την επόμενη ημέρα, σε περίπου 5 ώρες και 30 λεπτά. Τη σταμάτησαν λίγο πριν μπει στο Παναθηναϊκό Στάδιο

Η πρώτη γυναίκα που χρονομετρήθηκε ήταν η Aγγλίδα Βάιολετ Πίρσι που έτρεξε τη μαραθώνια απόσταση το 1926 στη Βρετανία σε 3 ώρες 40’22»

Η συμμετοχή των γυναικών στον Μαραθώνιο των Ολυμπιακών Αγώνων επιτράπηκε το 1984 στο Λος Aντζελες. Πρώτη τερμάτισε η Aμερικανίδα Τζόαν Μπενουά σε 2 ώρες 24’52»

Κάτοχος του παγκοσμίου ρεκόρ είναι η Βρετανίδα Πόλα Ράντκλιφ. Τον Απρίλιο του 2003 τερμάτισε τον Μαραθώνιο του Λονδίνου σε 2 ώρες 15’25»