Ισως διότι εκεί οι άνθρωποι είναι περισσότερο εξοικειωμένοι με ανάλογες δραστηριότητες, πολλές φορές και για κοινωφελείς σκοπούς, ενώ στην Ελλάδα αυτό άρχισε να παρουσιάζει αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια. Οταν πριν από τριάμισι χρόνια ήλθα στην Ελλάδα, έκοψα το κάπνισμα και άρχισα να επιδίδομαι στο περπάτημα και στο τρέξιμο, φέρνοντας όλο και πιο συχνά τον Μαραθώνιο στο μυαλό μου.
Ανησυχούσα όμως για τις απαιτήσεις ενός τέτοιου αγώνα καθώς μου φαινόμουν ακόμα μικροσκοπική μπροστά σε αυτή την υπερπροσπάθεια. Το βάπτισμα του πυρός έγινε με τον αγώνα των 5 χιλιομέτρων, στο πλαίσιο του Ημιμαραθώνιου τον Μάιο του 2014, έχοντας κατά νου να πάω κλιμακωτά και κάποια στιγμή να «σκαρφαλώσω» στα 42 χλμ.
Ετσι, τo περσινό καλοκαίρι στην Αθήνα μαζί με τους καύσωνες είχε σκληρή προπόνηση, με τρέξιμο, ποδηλασία και ορειβασία, για να αντεπεξέλθω στις απαιτήσεις της αποστολής και όλη αυτή η εμπειρία πριν και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ενίσχυσε τις αντοχές και τη φυσική μου κατάσταση.
Ταυτόχρονα μια παλιά φίλη, η οποία ήξερε ότι κάποια στιγμή θα ήθελα να τρέξω σε Μαραθώνιο, μου κοινοποιεί στο facebook την πώληση μιας συμμετοχής των 42 χιλιομέτρων που ήταν διαθέσιμη. Αυτό ήταν! Το γεγονός πήρε μεγάλη διάσταση μεταξύ των γνωστών και πλέον ήταν «αργά» για μένα να κάνω πίσω.
Τελικά λίγο από ντροπή, λίγο από πείσμα, αλλά κυρίως επειδή το ήθελα πολύ, βρέθηκα στην εκκίνηση του αγώνα έχοντας δίπλα μου τον μέντορα και φίλο, μαραθωνοδρόμο Μάνο Βαγιάκη, ο οποίος μου εμφύσησε πρώτος αυτή την ιδέα – στόχο του Μαραθωνίου. Εχοντας φθάσει στην τελική ευθεία και όταν επιτέλους άρχισε να φαίνεται το Καλλιμάρμαρο, ένιωθα πια ότι δεν έτρεχα με τα πόδια αλλά, κυριολεκτικά, με την ψυχή μου!
Εκτοτε έχω τρέξει στον Ημιμαραθώνιο του Ναυπλίου στα μέσα Μαρτίου, μια εντελώς διαφορετική εμπειρία αφού πρόκειται για έναν αγώνα εκτός πόλης και μέσα στην αργολική φύση. Αφού πλέον διοργανώνονται πολλοί ανάλογοι αγώνες δρόμου στην Ελλάδα, νομίζω ότι είναι ακόμη ένα κίνητρο για να ταξιδεύει κανείς στη χώρα μας.
Μετά τον Ημιμαραθώνιο της Αθήνας, στον οποίο έτρεξα για τη Διάβαση, η επόμενη σκέψη μου είναι μόνο οι καλοκαιρινές διακοπές!
Η Μαρώ Τσουράπα είναι 39 χρονών, ζει στην Αθήνα τα τελευταία τριάμισι χρόνια και είναι φιλόλογος.