Τα έχει αυτά η ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων: στο τέλος μνημονεύονται όσοι έτρεξαν γρηγορότερα, πήδηξαν ψηλότερα, τερμάτισαν, τέλος πάντων, πρώτοι. Αραγε θυμούνται πολλοί τον αθλητή που το 2008 στο Πεκίνο ήρθε δεύτερος στα 100 μέτρα, έπειτα από έναν εκτυφλωτικό Γιουσέιν Μπολτ; Ποιος δεν έχει ακούσει έστω μία φορά το όνομα του Αμπέμπε Μπεκίλα, του αιθίοπα μαραθωνοδρόμου που το 1960 κατέκτησε το χρυσό στη Ρώμη τρέχοντας ξυπόλητος, αλλά καμία των αντιπάλων του; Κι όμως, υπάρχουν περιπτώσεις που ο δεύτερος ή και ο τελευταίος αθλητής μένουν στη μνήμη για λόγους σοβαρότερους από τον περίγελο. Ο ιάπωνας μαραθωνοδρόμος Σίζο Κανακούρι όχι μόνο ήταν τέτοια, αλλά μπορούσε να περηφανεύεται και για μια «διάκριση» που δύσκολα θα επαναλάβει άνθρωπος: συμμετείχε στους Ολυμπιακούς της Στοκχόλμης το 1912 και ολοκλήρωσε τον Μαραθώνιο σε 54 χρόνια.

Το 1911, ο Κανακούρι ήταν 21 ετών και σπούδαζε στο Τόκιο. Ο επαγγελματικός αθλητισμός δεν ήταν διαδεδομένος στην Ιαπωνία της εποχής, έστω κι έτσι όμως ο άνθρωπός μας κατείχε ήδη ένα σημαντικό ρεκόρ στον «Μαραθώνιο» των 25 μιλίων. Η χώρα του αποφάσισε άρον άρον να στείλει εκείνον και έναν ακόμα δρομέα (τον Γιαχίκο Μισίμα) στη Στοκχόλμη, στους πρώτους Ολυμπιακούς που κλήθηκε να συμμετάσχει. Η πίεση ωστόσο των Αρχών για επιστροφή με μετάλλιο, δεν λάμβανε υπόψη τις δυσχερείς συνθήκες προετοιμασίας και μετάβασης στη σουηδική πρωτεύουσα: Κανακούρι και Μισίμα ταξίδεψαν για δύο εβδομάδες, πρώτα με πλοίο κι έπειτα, μεταξύ άλλων, με τον Υπερσιβηρικό. Ο μόνος τρόπος να προπονηθεί ο Κανακούρι σε αυτό το διάστημα ήταν να τρέχει στο κατάστρωμα ή περιμετρικά των σιδηροδρομικών σταθμών που συναντούσε.

Στη Σουηδία, το πράγμα χειροτέρεψε. Οι δύο αθλητές ήταν άμαθοι σε άλλες εθνικές κουζίνες και αδυνατούσαν να προσαρμοστούν στις μικρές, θερινές σκανδιναβικές νύχτες. Τη μέρα του Μαραθωνίου, το θερμόμετρο έφτασε στους 32 βαθμούς Κελσίου. Μέσα σε όλα αυτά, ο Κανακούρι αποφάσισε να αγωνιστεί φορώντας τα παραδοσιακά και ανίσχυρα απέναντι και σε ένα μικρό χαλίκι ιαπωνικά παπούτσια τάμπι. Ούτε υγρά κατανάλωνε, υιοθετώντας τη διαδεδομένη τότε πεποίθηση ότι η εφίδρωση επιφέρει κάματο. Με τα πολλά, στα μισά της διαδρομής, ο ιάπωνας, υποφέροντας από υπερθερμία, ξεστράτισε και λιποθύμησε. Ανέκτησε τις αισθήσεις του από τους ήχους μιας σπιτικής γιορτής. Πλησίασε, δέχτηκε τον χυμό πορτοκάλι που του προσφέρθηκε και κοιμήθηκε, όπως λέγεται, για μια μέρα. Ξυπνώντας, το ιαπωνικό του ήθος δεν του επέτρεψε να γνωστοποιήσει την ήττα του. Κι άλλοι αθλητές είχαν εγκαταλείψει εξαιτίας των συνθηκών, εκείνος όμως αποφάσισε να μην ενημερώσει καν τους αγωνοδίκες. Ντροπιασμένος, γύρισε κρυφά στην πατρίδα του και οι αρμόδιοι ανέγραψαν αμήχανοι πλάι στο όνομά του τη λέξη «αγνοούμενος». Η αστυνομία ενημερώθηκε καταλλήλως.

Στην Ιαπωνία κάποιες εφημερίδες επέκριναν την αποτυχία του Κανακούρι, ενώ άλλες αναγνώρισαν ότι έστω και με προετοιμασία ενός έτους (έναντι δυόμισι του ΜακΑρθουρ), αντιμετώπισε σπουδαίους αθλητές. Ο ίδιος έγραψε στο ημερολόγιό του πόσο ντρεπόταν για όλα αυτά, συνέχισε όμως να αγωνίζεται και ο Κανακούρι πήρε την προσωνυμία «πατέρας του ιαπωνικού Μαραθωνίου». Τελικά αποσύρθηκε κι έγινε καθηγητής Γεωγραφίας.

«Παντρεύτηκα, απέκτησα παιδιά και εγγόνια»

Οι Σουηδοί δεν τον είχαν ξεχάσει. Ούτε καν το 1962, όταν ένας δημοσιογράφος έμαθε ότι ήταν ζωντανός και έσπευσε να ενημερώσει τη Σουηδική Ολυμπιακή Επιτροπή. Δεν είναι βέβαιο αν της έφυγε κάποιο βάρος, ωστόσο πέντε χρόνια αργότερα το όνομα Κανακούρι ακούστηκε και πάλι στις συζητήσεις της. Ηταν 1967 και οι σουηδοί αθλητές ετοιμάζονταν για τους Ολυμπιακούς του Μεξικού της επόμενης χρονιάς, με τα απαραίτητα κονδύλια να μην έχουν εξασφαλιστεί. Μια ομάδα επιχειρηματιών του αθλητισμού σκέφτηκε να διοργανώσει μια εκδήλωση που θα προσείλκυε χορηγούς και μία από τις ιδέες της ήταν να καλέσει τον Κανακούρι για να ολοκληρώσει μπροστά στις κάμερες εκείνο που δεκαετίες πριν είχε αφήσει στη μέση. Θα δεχόταν όμως κι ο ίδιος; Το πρόσχημά τους ήταν η 55η επέτειος των Αγώνων του 1912 και παρά το παράταιρο του πράγματος ο Κανακούρι δέχθηκε με χαρά. Μόνο όταν έφτασε στη Σουηδία ενημερώθηκε για τον μύθο που είχε δημιουργήσει η ιστορία του (προκαλώντας αστεία για το αν έτρεχε όλα αυτά τα πενήντα χρόνια).

Αντιμετωπίζοντας την αποκάλυψη καλοπροαίρετα, αν όχι και λυτρωτικά, ο Ιάπωνας δέχτηκε να τερματίσει. Θα έτρεχε για εκατό μέτρα, όπως κι έκανε, χωρίς δυσκολία, παρά τα 76 του χρόνια: η φλόγα του παλιού αθλητή ή του ανεκπλήρωτου πόθου έκαιγε ακόμα. Στο τέλος, ενώπιον δεκάδων δημοσιογράφων, οι εκπρόσωποι της Σουηδικής Ολυμπιακής Επιτροπής ανακοίνωσαν τον χρόνο του: 54 χρόνια, 8 μήνες, 6 μέρες, 5 ώρες, 32 λεπτά και 20,3 δευτερόλεπτα. «Ηταν μια μεγάλη διαδρομή. Στη διάρκειά της παντρεύτηκα, απέκτησα έξι παιδιά και δέκα εγγόνια» αποκρίθηκε ο Ιάπωνας. Πέθανε δεκαέξι χρόνια αργότερα, στις 13 Νοεμβρίου του 1983. Ηταν 92 ετών.