Η υπερβολή είναι ένα στοιχείο των δρομέων. Εμφανίζεται σε κάθε τους βήμα, αλλά εκεί που πραγματικά απογειώνεται είναι στην προπονητική τους προσπάθεια. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι περνώντας περισσότερες ώρες στα γυμναστήρια ή γράφοντας περισσότερα χιλιόμετρα στους δρόμους, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα όρια του σώματος και του πνεύματός τους, θα καταφέρουν να βελτιώσουν τις επιδόσεις στους αγώνες. Αυτή την τακτική, ωστόσο, προπονητές και ειδικοί του αθλήματος την απορρίπτουν καθολικά μιας και συνήθως φέρνει αντίθετα αποτελέσματα. Η υπερπροπόνηση όχι μόνο δεν καταφέρνει να βελτιώσει τους χρόνους αλλά να «χαλάσει» στην κυριολεξία το απαραίτητο εργαλείο του δρομέα για την άσκησή του, τον οργανισμό του.

Εκείνοι που δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο στους στίβους κινδυνεύουν να σπρώξουν το κορμί τους πέρα από τα όριά του, διαλύοντας ουσιαστικά την απαραίτητη διαδικασία που απαιτείται για τη χαλάρωση και την αποκατάστασή του. Οταν κάποιος το παρακάνει, μιλώντας με όρους φυσιολογίας, οι μύες που καταπονούνται από το τρέξιμο δεν μπορούν να ανασυνταχθούν στο 100%, τα επίπεδα των παραγόμενων ορμονών δεν επιστρέφουν στα φυσιολογικά επίπεδα, ενώ το νευρικό σύστημα δεν αποφορτίζεται και βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση άγχους. «Κάπως έτσι, φτάνει ολόκληρος ο ανθρώπινος μηχανισμός στο κόκκινο, κάνοντας κάτι παραπάνω από αναγκαία μία και μοναδική συνταγή αποκατάστασης: ξεκούραση με παράλληλη μείωση του όγκου της προπόνησης», λέει στο περιοδικό Runner’s World ο αμερικανός προπονητής του Πανεπιστημίου του Χιούστον Στιβ Μάγκνες.

Από την άλλη, βέβαια, υπάρχουν και αντίθετες φωνές γι’ αυτήν την τελευταία πρακτική. Μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι όταν οι αθλητές μεγάλων αποστάσεων αναγκάζονται να μείνουν εκτός δράσης για κάποιο διάστημα, απαλλάσσονται από τα προβλήματα τραυματισμών αλλά φορτώνονται με συμπτώματα κατάθλιψης και έντονων αλλαγών διάθεσης. Προκειμένου λοιπόν να αποφευχθούν οι συγκεκριμένες ακραίες καταστάσεις είναι προτιμότερο αυτοί που παίρνουν τους δρόμους να ακολουθούν ένα μετριοπαθές πρόγραμμα προπόνησης, προσέχοντας όμως κάποιες παραμέτρους.

Η αρχή είναι εύκολη. Ξεκινήστε διαφοροποιώντας το σύστημα εκγύμνασης και προετοιμασίας που ακολουθούσατε μέχρι σήμερα ώστε να αποκτήσετε μεγαλύτερη ποικιλία στις επιλογές σας. Αν κάνετε τα ίδια και τα ίδια συνεχώς, διατρέχετε τον κίνδυνο όχι μόνο να βαρεθείτε την προπόνηση αλλά και να ξεχάσετε τα όριά σας, φτάνοντας μέχρι την υπερβολική εκγύμναση. Η μονοτονία δημιουργεί την έλλειψη φυσικών και πνευματικών διεγερτικών στοιχείων τα οποία έχουν τη δυνατότητα να σας δώσουν το κάτι παραπάνω. Βάζοντας κάτι διαφορετικό στις ασκήσεις σας, βρίσκοντας μια καινούργια εγκατάσταση για γυμναστική ή ακόμα και δοκιμάζοντας διαλείμματα από τη ρουτίνα σας, κάνετε τη διαφορά. Σκεφτείτε να κάνετε πολλές διαφορετικές παραλλαγές του προγράμματός σας, χωρίζοντάς τες ανά ημέρα της εβδομάδας αντί να μείνετε στάσιμοι στα ίδια καθημερινώς.

Αφήστε τους κλειστούς χώρους, όπως τα γυμναστήρια, για να ιδρώσετε μακριά από τους τέσσερις τοίχους σε ένα πιο ανοιχτό περιβάλλον. Μια έρευνα που δημοσιεύτηκε στη βρετανική Επιθεώρηση Αθλητικής Ιατρικής τονίζει ότι αν κάποιος κάνει άσκηση σε εξωτερικούς χώρους, φροντίζει επί της ουσίας και τη διάθεσή του αφού έχει μεγαλύτερη ποικιλία στις αντιδράσεις του, χτίζοντας δυνατή θέληση και δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες αποκατάστασης. Αντί λοιπόν να πηδήξετε πάνω σ’ έναν κυλιόμενο διάδρομο και να ρυθμίσετε την ταχύτητα σταθερά προσδοκώντας να κάψετε θερμίδες και να μπείτε σε φόρμα, δοκιμάστε να τρέξετε στις ανηφοροκατηφόρες της περιοχής σας, χαζεύοντας ό,τι κυκλοφορεί δίπλα σας και αφήνοντας τον εαυτό σας στο τέλος να κάνει αποκατάσταση φυσιολογικά.

Αν και η ολοκληρωμένη εκτέλεση του προγράμματος προπόνησης είναι η συνηθισμένη διαδικασία, δοκιμάστε να κάνετε σπαστά κομμάτια στην προετοιμασία σας. Ερευνα που κυκλοφόρησε στην Αμερικανική Επιθεώρηση Αθλητικής Επιστήμης και Ιατρικής έδειξε ότι η υπερβολική προπόνηση σχετίζεται όχι μόνο με δύσκολες, αλλά και εύκολες πρακτικές άσκησης. Αυτό σημαίνει ότι μεγάλες πιθανότητες να ξεφύγουν από τα όριά τους δεν έχουν μόνο οι δρομείς που κοπιάζουν για τα καλά, αλλά και εκείνοι που δεν πιέζονται τόσο. Για να αποφύγετε όλη αυτή την κατάσταση, δοκιμάστε να διαχωρίσετε τις ασκήσεις ως προς τη δυσκολία τους, που να μη διαρκούν, ωστόσο, πολύ. Για παράδειγμα, αντί να κάνετε ένα δύσκολο εντατικό πρόγραμμα που σας οδηγεί στα όριά σας, αφιερώστε τον χρόνο σας σε ένα κομμάτι που είναι ισχυρής έντασης κατά 60%-70%. Αν θέλετε να μιλήσουμε με χρόνους, εκεί που συνήθως θα τρέχατε 10 φορές επί 400 μέτρα για 75 δευτερόλεπτα τη φορά, αφήστε μόνο στο πρόγραμμά σας τα 6 τρεξίματα για 400 μέτρα τη φορά, με τον ίδιο ρυθμό. Μειώνοντας την ποσότητα της εκγύμνασης, αλλά διατηρώντας την έντασή της, έχετε και πάλι το ίδιο αποτέλεσμα από άποψη φυσιολογίας, χωρίς όμως να πιέζετε υπερβολικά τον εαυτό σας σωματικά και πνευματικά.