Ενας από τους πλέον σημαντικούς παράγοντες απόδοσης ενός δρομέα αντοχής είναι το «αναερόβιο κατώφλι». Ο ανθρώπινος οργανισμός παράγει την απαραίτητη ενέργεια για τις διάφορες δραστηριότητες του με δύο διαφορετικούς τρόπους, τον αερόβιο (με τη συμμετοχή οξυγόνου) και τον αναερόβιο (χωρίς τη συμμετοχή οξυγόνου), με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να κυριαρχούν, ανάλογα κυρίως με την ένταση της άσκησης. Στη διάρκεια και των δύο αυτών μηχανισμών παραγωγής ενέργειας παράγεται από τους μυς το γνωστό σε όλους τους δρομείς «γαλακτικό οξύ», μια σημαντική χημική ένωση που πλέον έχει απενοχοποιηθεί ως παράγοντας κόπωσης και πρόκλησης μυϊκού πόνου και, αντιθέτως, θεωρείται χρήσιμο, καθώς χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενέργειας από τους μυς αλλά και από το συκώτι.

Η συγκέντρωση του γαλακτικού οξέος στον ανθρώπινο οργανισμό, σε άσκηση μικρής ή και μέτριας έντασης, παραμένει σχετικά χαμηλή και ο οργανισμός έχει τη δυνατότητα να απομακρύνει από το αίμα όσο γαλακτικό οξύ παράγεται. Οσο όμως η ένταση της άσκησης αυξάνεται, όλο και περισσότερο γαλακτικό οξύ συγκεντρώνεται στο αίμα και ο οργανισμός προοδευτικά αδυνατεί να το απομακρύνει. Ως αποτέλεσμα, μέσω χημικών διεργασιών επέρχεται μυϊκή κόπωση και η φυσική δραστηριότητα πρέπει να σταματήσει ή να γίνει λιγότερο έντονη. Ακριβώς αυτό το σημείο, στο οποίο η συγκέντρωση του γαλακτικού οξέος ξεπερνά τη δυνατότητα απομάκρυνσής του, ορίζεται ως «αναερόβιο κατώφλι» (συνήθως αντιστοιχεί σε μια συγκέντρωση 4 mmole γαλακτικού οξέος ανά λίτρο αίματος).

Είναι προφανές ότι ένας δρομέας που φθάνει στο αναερόβιο κατώφλι του σε μεγαλύτερη ταχύτητα σε σχέση με κάποιον άλλον είναι εξαιρετικά πιθανό να έχει καλύτερη επίδοση. Το ευχάριστο είναι πως με την κατάλληλη προπόνηση το αναερόβιο κατώφλι μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά!

Ο Γιάννης Βλάχος είναι γυμναστής στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και μαραθωνοδρόμος