H απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΔΟΕ να θέσει εκτός προγράμματος των Ολυμπιακών Αγώνων την πάλη προκάλεσε αρχικά έκπληξη: υπήρχαν τόσα άλλα αθλήματα που ουσιαστικά αποτελούν εργαστήρια ντόπινγκ αλλά παραμένουν εντός ολυμπιακής οικογένειας. Αλλά ΔΟΕ είναι αυτή, τα κριτήριά της σπανίως συμπορεύονταν με το σλόγκαν της, το ευ αγωνίζεσθαι.

Η απόφαση της ΔΟΕ έχει να κάνει με το πώς παίζεται πια το παιχνίδι – με όρους εμπορικούς και τηλεοπτικούς που σημαίνει ότι η πάλη ενδιαφέρει λίγους και βγαίνει εκτός, μολονότι είναι άθλημα που συνδέσει τους Αγώνες με την αρχαιότητα, ενώ μπορεί κάλλιστα να παραμένει στο πρόγραμμα το σοφτμπόλ και να φλερτάρει με το ολυμπιακό κίνημα το γκολφ. Και εκεί έρχεται το δεύτερο συναίσθημα που προκάλεσε η απόφαση των λεγόμενων «Αθανάτων»: η μελαγχολία.

Η πάλη όντως ενδιαφέρει λίγους, μερικές χώρες και ορισμένους ρομαντικούς – αν μπορεί να υπάρχει ρομαντικός που να απολαμβάνει δύο μπρατσομένους τύπους να πιάνονται φορώντας μαγιό. Και η Ελλάδα είναι ανάμεσα σε αυτούς τους λίγους. Διότι η πάλη έφερνε κάποια μετάλλια ειδικά σε καιρούς χαλεπούς.

Από το 1896 η Ελλάδα κατέκτησε 11 ολυμπιακά μετάλλια στην πάλη, κυρίως μάλιστα σε αυτήν που έφερνε την εθνικά αγαπημένη διάκριση ελληνορωμαϊκή. Αυτά τα μετάλλια δεν θα τα είχαμε αν δεν υπήρχε η πάλη στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Εννέα μετάλλια κατέκτησαν με τα ελληνικά χρώματα παλαιστές της ελληνορωμαϊκής: Ο Γεώργιος Τσίτας ασημένιο και ο Στέφανος Χριστόπουλος χάλκινο στους παρθενικούς Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, ένα χάλκινο στην Πόλη του Μεξικού το 1968 και ένα ασημένιο στο Μόναχο το 1972 κατέκτησε ο Πέτρος Γαλακτόπουλος, χρυσό μετάλλιο κατέκτησε στη Μόσχα το 1980 ο Στέλιος Μηγιάκης, ασημένιο στο Λος Αντζελες το 1984 ο Δημήτρης Θανόπουλος, δύο χάλκινα κατέκτησε ο Μπάμπης Χολίδης στο Λος Αντζελες και στη Σεούλ το 1988 και άλλο ένα χάλκινο ο Αρτιόμ Κιουρεγκιάν στην Αθήνα το 2004.

Στην ελευθέρα πάλη είχαμε άλλα δύο χάλκινα μετάλλια: ο Γιώργος Χατζηιωαννίδης στη Μόσχα το 1980 και ο Αμιράν Καρντάνοφ στο Σίδνεϊ το 2000.

Αυτή η ανάμνηση των παλαιών επιτυχιών, δημιουργεί μια μελαγχολία για τo παιχνίδι που δεν παίζεται πια με τους όρους που μας αρέσουν.