Πριν από πολλά πολλά χρόνια υπήρχαν τα αναψυκτήρια, μια λαϊκή διασκέδαση συνήθως οικογενειακή. Στην Αθήνα στο Ζάππειο, στο Πεδίον του Αρεως, στον Κήπο του Μουσείου με απλωμένα τραπεζάκια σε μεγάλη έκταση προσέρχονταν καθημερινά αλλά κυρίως τα Σαββατοκύριακα οι Αθηναίοι συν γυναιξί, τέκνοις, γονεύσι, συνυφάδαις κ.λπ. Στο Πάρκο πάντα ένας ευφυής κομφερασιέ (ο Οικονομίδης, ο Ικαρος, ο Αθηναίος, ο Λάμπρος Ζούνης) παρουσίαζε ένα πρόγραμμα ποικίλο: τραγούδι, παρλάτα, νούμερα, ακροβατικά, ταχυδακτυλουργίες, χορευτικά ντουέτα, δημοτικούς χορούς. Ο ίδιος έλεγε αστεία, ανέκδοτα και αυτοσχεδίαζε με δοσμένες ρίμες οκτάστιχα. Ηταν η παράσταση του Αττίκ και του Ορέστη Λάσκου. Οι θαμώνες ακροατές και θεατές έβλεπαν, άκουγαν, συζητούσαν και τρώγαν «ποικιλίες» και πίνανε ουζάκια, μπίρες και αναψυκτικά. Η ωραία αυτή εποχή παρήλθε όταν εμφανίστηκε η τηλεόραση. Εκλεισαν τα αναψυκτήρια, αφού αυλές και ταράτσες το καλοκαίρι, σαλοτραπεζαρίες τον χειμώνα συγκέντρωναν απέναντι από τη μικρή οθόνη οικογένεια και φίλους. Με πατατάκια, μεζεδάκια, μπίρες και αναψυκτικά. Οι παλιοί εκείνοι όμως Αθηναίοι των αναψυκτηρίων όταν πήγαιναν στο θέατρο φορούσαν τα καλά τους, δεν διανοούνταν να κουβαλήσουν το κυλικείο στην αίθουσα και με σοβαρότητα απολάμβαναν όλα τα είδη θεάτρου: επιθεώρηση, δράμα, κωμωδία και τραγωδία. Με σεβασμό στο είδος και στο είδος της παρεχόμενης τέχνης.

Τώρα άλλαξαν τα κοινωνικά περί το θέατρο ήθη. Κυρίως στα υπαίθρια πάσης κατηγορίας φεστιβάλ, το κοινό κουβαλάει την τηλεοπτική του βολή. Σαίξπηρ, Γκολντόνι, Χορν, τραγωδία, Αριστοφάνη βλέπει και ακούει, συζητά στο κινητό, απλώνει στα πόδια του τα πλαστικά πιάτα με τσιπς, γαριδάκια, κρουασάν, ανοίγει μπίρες, ρουφάει γρανίτες, κοινώς ντερλικώνει. Γήπεδο, τηλεοπτικό ριάλιτι, σαχλοκουβέντα πρωινάδικων έχουν γίνει ένα. Από την άλλη, οι θίασοι γνωρίζοντας τα χούγια του κοινού διαθέτουν πάντα και αναγνωρίσιμες τηλεοπτικές περσόνες σε διανομή και, με εξαιρέσεις βέβαια, κατεβάζουν το προσφερόμενο θέαμα – ακρόαμα στο ναδίρ.