Το ερώτημα απασχολεί όλα τα μεγάλα εστιατόρια της Ουάσινγκτον από τον Μάιο, όταν ανακοινώθηκε ότι ο οδηγός Michelin αφιερωμένος στην αμερικανική πρωτεύουσα θα εκδοθεί για πρώτη φορά στις 13 Οκτωβρίου. «Ποιό θα πάρει ένα αστέρι, δύο, τρία;»

Ο οδηγός Michelin άρχισε να μοιράζει τα αστέρια του στα εστιατόρια και τους αρχιμάγειρές τους από το 1926.

«Είναι η πρώτη φορά που έρχονται και είναι ακόμη πιο κρυφοί, υπάρχουν όλες αυτές οι φήμες… κανείς δεν ξέρει τί να περιμένει», απαντά με χαμόγελο ο 34χρονος Ααρόν Σίλβερμαν, σεφ και ιδιοκτήτης δύο εστιατορίων στην αμερικανική πρωτεύουσα, το Rose’s Luxury και το Pineapple & Pearls.

Με μεγάλη εμπειρία από το 2000 στην Washington Post, ο κριτικός γαστρονομίας Τομ Σιετσέμα διακινδυνεύει μια πολύ προσεκτική πρόγνωση. «Θα πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δύο εστιατόρια ‘τριών αστέρων’ στην πόλη. Θα με εξέπληττε να υπήρχαν λιγότερα, ενώ υπάρχει πιθανότητα να έχουμε τουλάχιστον τέσσερα», προβλέπει.

Ανάμεσα στα φαβορί: το Mini Bar του ισπανού σεφ και συμβόλου της Ουάσινγκτον Χοσέ Αντρες, ο οποίος εκπαιδεύτηκε από τον Καταλανό Φεράν Αντριά στο εστιατόριο El Bulli και πρόσφατα ενεπλάκη σε μια (ακριβή) νομική αντιπαράθεση με τον Ντόναλντ Τραμπ μετά τις δηλώσεις του ρεπουμπλικανού υποψηφίου για τους μετανάστες.

«Για μένα, είναι μια από τις καλύτερες πρωτοποριακές κουζίνες της χώρας», δηλώνει ο Τομ Σιετσέμα, αναφερόμενος στο μενού γευσιγνωσίας που αποτελείται από 30 πιάτα και κοστίζει περίπου 400 δολάρια το άτομο με το κρασί. «Σας μεταφέρει πράγματι σε ένα γαστρονομικό ταξίδι και νομίζω ότι αυτό θέλουμε από ένα ρεστοράν τριών αστέρων Michelin, η κουζίνα να μην είναι απλώς υπέροχη αλλά να μας καταπλήσσει», υπογραμμίζει.

Ανάμεσα στα άλλα φαβορί είναι το Rasika, «πιθανόν ένα από τα καλύτερα ινδικά ρεστοράν της χώρας» και το ελληνικό Komi του οποίου ο σεφ, ο Τζόνι Μόνις, διατηρεί επίσης ένα μικρό ταϊλανδέζικο ρεστοράν που μαζί με το Rose’s Luxury ξεκίνησαν τη γαστρονομική ανανέωση της πόλης.

Μια ποικιλία που δείχνει πράγματι τη γαστρονομική ταυτότητα της Ουάσινγκτον, η οποία διαμορφώνεται από χίλιες επιρροές των κατοίκων της που ήρθαν από όλο τον κόσμο. «Είναι ένα από τα δυνατά σημεία της αμερικάνικης κουζίνας. Είμαστε πολύ καλοί στο να δανειζόμαστε στοιχεία από όλο τον κόσμο και να τα κάνουμε δικά μας», δηλώνει ο Σιετσέμα.

Ορισμένα ρεστοράν της Ουάσινγκτον δεν δίνουν ακόμη την «ίδια αξία στη διακόσμηση και την ατμόσφαιρα όσο αυτή που δίνουν στο περιεχόμενο του πιάτου», δηλώνει με λύπη. Άλλο μείον στην άφιξη του οδηγού Michelin: θα περιλαμβάνει αρχικά μόνο τα ρεστοράν που είναι εντός των τειχών της πόλης. Καθώς, στα προάστια «έχουμε ορισμένα από τα καλύτερα εστιατόρια μας».

Λάτρης του γκουρμέ, ο 39χρονος Τζέισον Τάιλερι συμμερίζεται την πρόγνωση του Σιετσέμα για το Mini Bar. Γεννημένος στην Ουάσινγκτον, ο Τζέισον εργάζεται στις ασφαλίσεις υγείας μιας εταιρίας και επενδύει ένα μεγάλο μέρος του μισθού του στις εξόδους γευσιγνωσίας, τις οποίες αφηγείται στη συνέχεια στο blog Capital Gourmand.

Το Pineapple & Pearls «είναι στο επίπεδο ενός ρεστοράν δύο αστέρων Michelin», εκτιμά έχοντας δειπνήσει εκεί δύο φορές.

Το ρεστοράν μοντέρνας αμερικανικής κουζίνας Metier που άνοιξε ο σεφ ‘Ερικ Ζίμπολντ την άνοιξη μπορεί επίσης να έχει μια τέτοια πιθανότητα, λέει ο Τζέισον Τάιλερι εξαίροντας κυρίως την ψημένη στα κάρβουνα πατάτα με το χαβιάρι, τα αρώματα των οποίων γεύεται αυτούσια ο καλοφαγάς πελάτης καθώς το πιάτο σερβίρεται με γυάλινο κάλυμμα.

Αλλά και στις δύο περιπτώσεις, το γεγονός ότι τα ρεστοράν αυτά άνοιξαν πολύ πρόσφατα περιορίζει τις πιθανότητές τους να αποσπάσουν αστέρια Michelin. Ο οδηγός περιλαμβάνει ανάμεσα στα κριτήριά του «τη σταθερότητα της παρουσίας» μέσα στο χρόνο μαζί με την «την ποιότητα των προϊόντων, τη δεξιοτεχνία στο μαγείρεμα και στην ανάδειξη των γεύσεων, την προσωπικότητα του σεφ μέσα από τα πιάτα του και τη δημιουργικότητά του, τη σχέση ποιότητας-τιμής».