Ένα δίλημμα που ετέθη την περίοδο των ζυμώσεων για τη μετεξέλιξη

οργανώσεων, οι οποίες είχαν δράσει την περίοδο της χούντας, ήταν αυτό που

καθόρισε την πορεία, τα χαρακτηριστικά και τις διαφορές των ομάδων του

ελληνικού αντάρτικου πόλεων, αρχικά. Η άποψη για μαζικό ένοπλο κίνημα από τη

μία και η συγκρότηση συνωμοτικής ένοπλης ομάδας από την άλλη.

Στη γραμμή της μαζικοποίησης επέμεινε μέχρι το τέλος ο ΕΛΑ, ενώ ο Χρήστος

Κασσίμης συχνά επιχειρηματολογούσε δημόσια για την ανάγκη του ένοπλου μαζικού

αγώνα, προσπαθώντας να πείσει όσο το δυνατόν περισσοτέρους. Κορυφαίος

εκφραστής τής άποψης για συνωμοτική ένοπλη ομάδα ήταν ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος

και αυτά τα χαρακτηριστικά είχε η 17 Νοέμβρη τουλάχιστον τις δύο πρώτες

δεκαετίες της δράσης της. Οι δύο οργανώσεις κυριάρχησαν στην ελληνική

τρομοκρατία αλλά, παρά την κοινή αφετηρία και ουσιαστικά την κοινή προέλευση

των ιστορικών τους ηγεσιών, πολλά τις χώρισαν στη συνέχεια.


Η ΑΦΕΤΗΡΙΑ

Προηγήθηκε ο ΕΛΑ – εντυπωσίασε η 17Ν

Η 17 Νοέμβρη έρχεται με εντυπωσιακό τρόπο στο προσκήνιο, με τη δολοφονία

Γουέλς

Η ομάδα υπό τον Χρήστο Κασσίμη – χωρίς να έχουν ακόμη γίνει σαφείς

διαχωρισμοί – προχωρεί στην πρώτη τρομοκρατική ενέργεια τον Απρίλιο του 1975,

λίγους μήνες μετά τη Μεταπολίτευση, την περίοδο των έντονων ζυμώσεων και τη

σύγκρουση ανάμεσα στον Κασσίμη και στον Γιωτόπουλο: δεν είναι λίγοι εκείνοι

που θα πουν ότι αιτία της σύγκρουσης στην πραγματικότητα ήταν η αρχηγία στο

υπό διαμόρφωση αντάρτικο πόλεων.

Ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας αρχίζει να απασχολεί τις αρχές, αφού συνεχίζει

ανά τακτά διαστήματα να χτυπά: οι στόχοι έχουν έντονη αντιαμερικανική χροιά,

σε απόλυτη συμφωνία με το κλίμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή, δεν υπάρχουν

θύματα, είναι περισσότερο πολιτικά χτυπήματα και έχουν έντονα συμβολικό

χαρακτήρα. Ωστόσο, στο τέλος της ίδιας χρονιάς (1975), η 17 Νοέμβρη έρχεται με

εντυπωσιακό τρόπο στο προσκήνιο: η δολοφονία Γουέλς, αν και ουσιαστικά δίνει

το στίγμα της πρωτοεμφανιζόμενης οργάνωσης, τελικά δεν έχει τον αναμενόμενο

για τους εμπνευστές και εκτελεστές της αντίκτυπο. Το κλίμα της εποχής οδήγησε

στη δημιουργία διάφορων σεναρίων που ήθελαν να πρόκειται για έργο μυστικών

υπηρεσιών και όχι μιας τρομοκρατικής οργάνωσης. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο δεν

είχαν τεθεί όρια ανάμεσα στις δύο ομάδες. Η προκήρυξη εστάλη μεν στη

«Λιμπερασιόν», αλλά μοιράσθηκε και σε διάφορα σημεία της Αθήνας, πράξη που

αποδίδεται από τις διωκτικές αρχές σε μέλη του ΕΛΑ, τα οποία ακολούθησαν και

τα επόμενα χρόνια αυτή την πρακτική στη διακίνηση του «πληροφοριακού τους

υλικού»: προκηρύξεων έπειτα από διάφορες ενέργειες, αλλά και του περιοδικού

«Αντιπληροφόρηση», με το έντονο «εργατίστικο» χρώμα. Η οργάνωση του Αλέξανδρου

Γιωτόπουλου, τότε, δεν ήταν παρά ο «ηγετικός πυρήνας», πέντε άτομα το πολύ.



Η ΔΟΜΗ

Μεγάλες αποστάσεις στον τρόπο λήψης αποφάσεων

17Ν. Ο «Λάμπρος» όχι μόνο δίνει τις εντολές, αλλά ουσιαστικά επιλέγει τους

στόχους-θύματα

Οι δύο οργανώσεις, σύμφωνα με την εικόνα που έχουν οι διωκτικές αρχές,

παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές και στη δομή τους: έντονα μιλιταριστικά

στοιχεία στη 17 Νοέμβρη, που λειτουργεί ως κλειστή ομάδα με τον «Λάμπρο» όχι

μόνο να δίνει τις εντολές αλλά ουσιαστικά να επιλέγει τους στόχους – θύματα:

είναι χαρακτηριστικές οι απολογίες των υποδίκων, που υποστηρίζουν ότι μάθαιναν

ποιον δολοφόνησαν από τις εφημερίδες την επόμενη ημέρα. Ο μόνος που φαίνεται

να γνωρίζει περισσότερα, κάθε φορά, είναι ο Κουφοντίνας, ο οποίος αποτελεί τον

σύνδεσμο ανάμεσα στον καθοδηγητικό πυρήνα (τον Γιωτόπουλο) και στον

επιχειρησιακό τομέα της τρομοκρατικής οργάνωσης.

Για τον ΕΛΑ, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η δομή της οργάνωσης, αν και

τηρούνται οι αρχές του συνωμοτισμού για την ασφάλεια των μελών του, είναι

σαφώς πιο «δημοκρατική»: υπάρχει το Επαναστατικό Συμβούλιο, που συνεδριάζει σε

τακτά χρονικά διαστήματα, σε διαφορετικά σημεία κάθε φορά, ενώ οι διαφωνίες,

που δεν ήταν λίγες στους κόλπους του, εκφράστηκαν και με τη συγκρότηση

μικρότερων ομάδων – παραφυάδων, οι οποίες αναλαμβάνουν την ευθύνη για

συγκεκριμένα χτυπήματα και στη συνέχεια επιστρέφουν και πάλι στους κόλπους της

μητρικής οργάνωσης. Είναι χαρακτηριστικό το τι συνέβη με τη δολοφονία του

Πέτρου Μπάμπαλη: την ευθύνη ανέλαβε αρχικά η ομάδα Ιούνης ’78, η οποία

εξαφανίσθηκε έπειτα από μια τέτοια «εντυπωσιακή» ενέργεια. Χρειάστηκε να

περάσουν ένδεκα χρόνια για να πει ο ΕΛΑ ότι η ομάδα αυτή ήταν δικό του

παρακλάδι και να «υιοθετήσει» την ενέργεια. Ωστόσο, ο ΕΛΑ δέχθηκε καίριο

πλήγμα από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ύπαρξής του – ήταν ο θάνατος του Χρήστου

Κασσίμη. Σύμφωνα με κάποιες ερμηνείες μάλιστα, η δολοφονία του Μπάμπαλη

έστελνε και το μήνυμα ότι η οργάνωση, ακόμη και χωρίς τον «ιστορικό» αρχηγό

της, μπορούσε να συνεχίσει.


ΕΛΑ. Δέχθηκε καίριο πλήγμα από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ύπαρξής του, με τον

θάνατο του Χρήστου Κασσίμη

Η επιχείρηση στην AEG, όμως, έγινε αφορμή για να εκδηλωθεί ο «ιδιότυπος

ανταγωνισμός» ανάμεσα στη 17 Νοέμβρη και στον ΕΛΑ: η πρώτη ασκεί έντονη

κριτική και δίνει συμβουλές «στους συντρόφους» που οργάνωσαν την επιχείρηση

από τη θέση του ειδικού. Στους κόλπους του ΕΛΑ, ωστόσο, υπάρχει ήδη σε εξέλιξη

κρίση, που οδηγεί τελικά στην οριστική ρήξη με τη «μητέρα-οργάνωση», τον

Χρήστο Τσουτσουβή και άγνωστο αριθμό μελών, που τον ακολούθησαν στη συγκρότηση

της Αντικρατικής Πάλης.

Εκείνη την περίοδο, ίσως λόγω των εκλογών, η 17 Νοέμβρη τηρεί στάση αναμονής

και δεν εμφανίζεται (τις χρονιές 1981 και 1982). Ο ΕΛΑ συνεχίζει με αμείωτη

ένταση τις βομβιστικές ενέργειες και τους εμπρησμούς. Οι διωκτικές αρχές

στρέφονται περισσότερο στη 17 Νοέμβρη και στέκονται ιδιαίτερα στην πληροφόρηση

που εκτιμούν ότι έχει η οργάνωση, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την παρουσία

Αμερικανών στην Ελλάδα. Στη συνέχεια όμως, οι στόχοι της οργάνωσης ξεφεύγουν

από τον αμερικανικό προσανατολισμό τους, καθώς η 17 Νοέμβρη με μια σειρά

ενεργειών επιχειρεί παρέμβαση στην πολιτική πραγματικότητα της εποχής

(σκάνδαλο Κοσκωτά, οικονομική πολιτική, Δικαιοσύνη).

ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ

Το σαρανταπεντάρι κόντρα στις βόμβες

Η επιλογή των στόχων είναι ένα από τα βασικά σημεία που διαφοροποίησαν

στην πορεία τους τις δύο οργανώσεις: κτίρια και εγκαταστάσεις προτιμά ο ΕΛΑ,

ανθρώπινους στόχους η 17 Νοέμβρη. Ακόμη και την περίοδο μετά το ’90, όταν η

17Ν έχει «απαλλοτριώσει» τις ρουκέτες από το Συκούριο, οι δολοφονίες

συνεχίζονται ανάμεσα στα συμβολικά χτυπήματα: Εφορίες, πρεσβείες και

πρεσβευτικές κατοικίες. «Σφραγίδα» για τη 17 Νοέμβρη γίνεται το

σαρανταπεντάρι, το οποίο δεν έχει περιέλθει στην κατοχή των διωκτικών αρχών.

Οι βόμβες και οι εκρηκτικοί μηχανισμοί είναι ο κύριος – σχεδόν αποκλειστικός –

τρόπος δράσης του ΕΛΑ. Η οργάνωση, μάλιστα, ήδη από το 1983 χτυπά με

τηλεχειριζόμενο εκρηκτικό μηχανισμό: τα μέλη της έχουν εκπαιδευτεί από την

ομάδα του Κάρλος και στόχος κοινός ήταν ο Σαουδάραβας πρέσβης.

Τηλεχειριζόμενος «τεχνολογικά προηγμένος» είναι και ο μηχανισμός που

τοποθετούν τα μέλη του ΕΛΑ στον Περισσό τον Σεπτέμβριο του 1994, οπότε

δολοφονείται ο αστυνομικός Απόστολος Βέλλιος.

ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ

Διαφορές σε πολιτική συνείδηση και μόρφωση

Λίγους μήνες πριν από τη διακοπή της δράσης του ΕΛΑ με τη δολοφονία του

Απόστολου Βέλλιου αλλά και την προκήρυξη που είχε ακολουθήσει, η οργάνωση είχε

δείξει, σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές, ότι έμπαινε σε μια νέα φάση.

Η ανθρωπογεωγραφία των δύο οργανώσεων, όπως διαμορφώνεται από τις

συλλήψεις που έχουν γίνει τόσο για συμμετοχή στη μία όσο και στην άλλη

οργάνωση, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού διαπιστώνεται σχετικά εύκολα μια

ουσιώδης διαφορά: στη 17 Νοέμβρη, αν εξαιρέσει κανείς τον Γιωτόπουλο, τον

Ψαραδέλλη, τον Παπαναστασίου, ίσως και τον Κουφοντίνα, οι κατηγορούμενοι είναι

άτομα χωρίς ιδιαίτερο μορφωτικό επίπεδο και χωρίς ιδιαίτερη πολιτική

συνείδηση. Ενεργούν κατόπιν των εντολών που δέχονται από τον «καθοδηγητή»,

χωρίς πολλές ερωτήσεις. Όσο εύκολα οργανώνουν και εκτελούν ένα σχέδιο

δολοφονίας, εξίσου εύκολα τοποθετούν μια βόμβα ή, ακόμη περισσότερο, δρουν στα

όρια του κοινού ποινικού δικαίου, διαπράττοντας ληστείες. Η δράση της

οργάνωσης ουσιαστικά «χρηματοδοτεί» τα μέλη της, ενώ καλύπτει και τις

οικονομικές τους ανάγκες.

Στον ΕΛΑ τα πράγματα είναι διαφορετικά: το μορφωτικό επίπεδο των

κατηγορουμένων ως μελών του είναι σαφώς υψηλότερο, ενώ οι ίδιοι είναι πρόσωπα

με βαθιά πολιτική συνείδηση.

Το βιοποριστικό πρόβλημα όλων είναι λυμένο από την επαγγελματική τους

δραστηριότητα και καμία ενέργεια δεν έχει στόχο την απόκτηση χρημάτων. Οι

«απαλλοτριώσεις», είτε πρόκειται για όπλα είτε για χρήματα, δεν είναι πρακτική

και αντίληψη του ΕΛΑ. Πάντως, η δράση της οργάνωσης διεκόπη απότομα το 1995.

Λίγους μήνες πριν, με τη δολοφονία του Απόστολου Βέλλιου – συνέπεια της

έκρηξης του τηλεχειριζόμενου μηχανισμού στον Περισσό (θα μπορούσαν αν ήθελαν,

αφού είχαν οπτική επαφή με τον στόχο, να μην έχουν θύμα, αναβάλλοντας την

ενέργεια) -, αλλά και την προκήρυξη που είχε ακολουθήσει και έκανε λόγο για

μπαράζ νέων χτυπημάτων, ο ΕΛΑ είχε δείξει – σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές –

ότι έμπαινε σε μια νέα φάση της δράσης του. Είχε προηγηθεί η σύμπραξή του στις

αρχές της δεκαετίας του ’90 με την 1η Μάη και εδώ βρίσκεται ένα ακόμη στοιχείο

που τον διαφοροποιεί από την πάντοτε «μοναχική» 17 Νοέμβρη.



ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ

Έρευνα για τις διαρροές ονομάτων

Οι «απαλλοτριώσεις», είτε πρόκειται για όπλα είτε για χρήματα (ληστείες), δεν

είναι πρακτική και αντίληψη του ΕΛΑ, όπως κατά κόρον προέβαινε η 17 Νοέμβρη

Προκαταρκτική έρευνα για τη διαρροή προανακριτικού υλικού στα ΜΜΕ,

καθώς και ονομάτων προσώπων που φέρεται ότι είναι μέλη του ΕΛΑ, πριν ακόμη

συλληφθούν, διέταξε χθες η Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας, ενώ για το ζήτημα

είχε προηγηθεί και παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας.

Ο ΔΣΑ ζήτησε να υπάρξει εισαγγελική παρέμβαση, αναφέροντας σε ανακοίνωσή του

ότι από τη διαρροή ονομάτων και τη φωτογράφιση και βιντεοσκόπηση προσώπων

«παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα, ενώ καταργείται κατά προκλητικό τρόπο το

τεκμήριο αθωότητας». Ο Δικηγορικός Σύλλογος έκανε ακόμη λόγο για «φαινόμενα

εκτροπής από μερίδα ΜΜΕ, με ανεξέλεγκτη και ανεύθυνη παραπληροφόρηση», ενώ

έθεσε ζήτημα ευθυνών και των Διωκτικών Αρχών για το «πρωτάκουστο γεγονός να

δίδονται στα ΜΜΕ οι φωτογραφίες πολιτών πριν ασκηθεί εναντίον τους ποινική

δίωξη».

Η διενέργεια της εισαγγελικής έρευνας για την υπόθεση ανατέθηκε στην

εισαγγελέα Πρωτοδικών κ. Μαρία Μαλούχου.