Αίσθηση προκαλούν οι απαντήσεις που δίνει ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης για την υπόθεση της Cosco, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην αμερικανική εφημερίδα Washington Post και τη δημοσιογράφο Lally Weymouth.

Το λιμάνι του Πειραιά και το γεγονός ότι η εν λόγω επένδυση – υψίστης στρατηγικής σημασίας για την Ευρώπη – βρίσκεται στα χέρια της κινεζικής Cosco φαίνεται να απασχολεί δεόντως τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.

Η εξέλιξη της αύξησης του μεριδίου της επένδυσης της κινεζικής εταιρείας στο 67% ετέθη ως θέμα στην συνέντευξη του πρωθυπουργού.

Ερωτηθείς από τη δημοσιογράφο ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραπέμπει στους όρους του συμβολαίου που προϋπήρχαν στην συμφωνία, μία συμφωνία η οποία, όπως διευκρινίζει, έγινε με την προηγούμενη κυβέρνηση. Αρνείται κάποιο παράπονο προερχόμενο από τις ΗΠΑ και επαναλαμβάνει τη σημασία της στρατηγικής συμμαχίας με το ΝΑΤΟ, παρά τις καλές σχέσεις με την Κίνα. Εμμέσως πλην σαφώς ο πρωθυπουργός όμως αδειάζει την επιλογή της προηγούμενης κυβέρνησης για την πώληση του μεριδίου στην COSCO την οποία φωτογραφίζει εμμέσως ως μία επιλογή λύση – μονόδρομο, καθότι όπως αναφέρει “η πώληση του λιμανιού του Πειραιά έγινε σε μια άλλη εποχή που ελάχιστες χώρες ενδιαφέρθηκαν να επενδύσουν στην Ελλάδα”.

Συγκεκριμένα στη συνέντευξη αναφέρονται:

H προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση επέτρεψε στην κινεζική εταιρεία COSCO να επενδύσει στο λιμάνι του Πειραιά. Πρόσφατα, παρά τις αντιρρήσεις των ΗΠΑ, της επιτρέψατε να αυξήσει την επένδυσή της στο 67%. Γιατί το κάνατε;

Δεν λάβαμε ποτέ κανένα παράπονο από τις ΗΠΑ για τον απλούστατο λόγο ότι η συμφωνία για την αύξηση του μεριδίου ήταν στο αρχικό συμβόλαιο. Η πώληση του λιμανιού του Πειραιά έγινε σε μια άλλη εποχή που ελάχιστες χώρες ενδιαφερόταν να επενδύσουν στην Ελλάδα.

Ανησυχείτε ότι η οικονομική παρουσία της Κίνας θα μετατραπεί σε πολιτική και στρατιωτική παρουσία, όπως έχει συμβεί σε πολλές ασιατικές χώρες και νησιά;

Απολύτως όχι. Η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θέλουμε να έχουμε καλές σχέσεις με την Κίνα, αλλά είναι και στρατηγικοί ανταγωνιστές.

Τα fake news και ο νόμος

Ο πρωθυπουργός, στην ίδια συνέντευξη ρωτήθηκε για το νόμο για τα fake news που πέρασε πρόσφατα.

Χαρακτηριστικά ο διάλογος όπως είναι δημοσιευμένος στην Washington Post

Ερ.: Το ελληνικό κοινοβούλιο πέρασε πρόσφατα έναν νόμο που μετατρέπει σε ποινικό αδίκημα τη δημοσίευση fake news και θέτει υπόλογους τόσο τον ιδιοκτήτη του μέσου όσο και τον δημοσιογράφο

Απ.: Προσπαθήσαμε να περιορίσουμε ό,τι μπορεί να δημοσιεύεται, ώστε οι fake news ιστορίες, ειδικά εκείνες που σχετίζονται με την δημόσια υγεία, να μην παίρνουν μεγάλη προβολή.

Ερ.: Νομίζω ότι αυτό θα ήταν λάθος. Γιατί χρειάζεστε να επιτεθείτε στα ΜΜΕ;

Απ.: Αυτό που κάνουμε είναι αρκετά μετρημένο και πολύ έγκυρο.

Ερ.: Απλά δεν πρέπει να το κάνετε.

Απ.: Είστε τόσο έμπειρη δημοσιογράφος, θα σκεφτώ σοβαρά την τοποθέτησή σας.

Ερ.: Είστε πολύ πετυχημένος πρωθυπουργός. Γιατί να το κάνετε αυτό; Εσείς περισσότερο από άλλους θα έπρεπε να είστε συνηθισμένος στα ΜΜΕ. Είστε δημόσιο πρόσωπο εδώ και χρόνια, είναι ένας ολισθηρός δρόμος.

Απ.: Έχω δεχθεί κι εγώ επιθέσεις, δεν είναι για εμένα, είναι για την… δημόσια υγεία. Από την άλλη θα μπορούσε κάποιος να πει ότι οι ιστορίες αυτές βρίσκονται ήδη στο Διαδίκτυο και κανείς δεν μπορεί να λογοκρίνει το Διαδίκτυο.

Ερ.: Διαφωνώ με τους αντιεμβολιαστές, αλλά δεν θα τους λογοέκρινα

Απ.: Tο δέχομαι το σχόλιό σας. Αναφορικά με τους αντιεμβολιαστές αυτό που κάνουμε είναι να κάνουμε τη ζωή δύσκολη για εκείνους που δεν θέλουν να εμβολιαστούν. Δεν κάνουμε τα εμβόλια υποχρεωτικά και δεν τους επιβάλουμε lockdown.