Τον περασμένο Ιούλιο, για πρώτη φορά στην 153ετή ιστορία του, το αριστερό αμερικανικό περιοδικό «Nation» ζήτησε συγγνώμη για τη δημοσίευση ενός ποιήματος. Ο (λευκός) ποιητής μιλά για έναν μικροαπατεώνα, που από τη διάλεκτό του συνάγεται ότι είναι μαύρος, ο οποίος δείχνει πώς να προσποιείσαι τον ανάπηρο για να ζητείς ελεημοσύνη. Τρεις αμαρτίες λοιπόν. Και ρατσισμός και προσβολή ατόμων με ειδικές ανάγκες και «πολιτισμική οικειοποίηση».

Ένα μήνα μετά, το περιοδικό «New Yorker» ματαίωσε μια συζήτηση που θα είχε στο ετήσιο φεστιβάλ του ο διευθυντής του Ντέιβιντ Ρέμνικ με τον πρώην σύμβουλο του Λευκού Οίκου Στιβ Μπάνον. Και την περασμένη εβδομάδα, ο γνωστός ολλανδός συγγραφέας και ιστορικός Ιαν Μπουρούμα αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη διεύθυνση του «New York Review of Books» που είχε αναλάβει πριν από ενάμιση μόλις χρόνο.

Το έγκλημα του τελευταίου ήταν ότι δημοσίευσε άρθρο ενός καναδού ραδιοφωνικού παραγωγού που είχε κατηγορηθεί από 20 γυναίκες για σεξουαλική κακοποίηση. Το 2016 ο Τζίαν Γκομέσι αθωώθηκε. Και στο άρθρο του, ενώ παραδέχεται ότι κακομεταχειρίστηκε «κάποιες» γυναίκες, εκφράζει τη λύπη του για το ότι έχει εξοστρακιστεί από παντού. «Περίμενα ότι θα υπήρχαν αντιδράσεις», είπε ο Μπουρούμα σε ένα ολλανδικό περιοδικό, «ήλπιζα όμως ότι θα ξεκινούσε μια συζήτηση για το τι πρέπει να γίνει με ανθρώπους που έχουν παρεκτραπεί, αλλά αθωώθηκαν από ένα δικαστήριο».

Δύσκολο πράγμα η ελευθερία της έκφρασης. Και πολλοί εκείνοι που καθημερινά της ορθώνουν εμπόδια. Στην Ελλάδα, είναι οι κάτοχοι κάποιας εξουσίας (πολιτικής, οικονομικής, καλλιτεχνικής, ακόμη και δημοσιογραφικής) που χρησιμοποιούν έναν τυποκτόνο νόμο σε μια προσπάθεια να φιμώσουν δυσάρεστες φωνές. Υπάρχουν ασφαλώς περιπτώσεις που κάποιος πρέπει να υπερασπιστεί την υπόληψη και την τιμή του. Η περιπέτεια του «Φιλελεύθερου» όμως δεν εντάσσεται σ’ αυτές. Η δίωξή του συνιστά σαφή απόπειρα λογοκρισίας και τρομοκράτησης ενός μέσου ενημέρωσης από την πλευρά της εξουσίας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, πάλι, μαστίζονται εδώ και δεκαετίες από ένα κίνημα πολιτικής ευπρέπειας που σαρώνει τα πάντα. «Οι άνθρωποι φοβούνται μην παρασυρθούν από κάποια θύελλα του Twitter» λέει μια συνεργάτρια του «New York Review». «Αν κάποιος βγει και υποστηρίξει τον Ιαν, κινδυνεύει να κατηγορηθεί ότι αδιαφορεί για τη σεξουαλική κακοποίηση». Υπάρχουν κι εδώ κάποια αντεπιχειρήματα. Το ποίημα ήταν ανόητο, ο Μπάνον είναι επικίνδυνος, το άρθρο του καναδού παραγωγού ήταν μονόπλευρο, ο Μπουρούμα δεν συγκάλεσε τη συντακτική επιτροπή. Μα αυτός δεν είναι εντέλει ο σκοπός της δημοσιογραφίας; Να δίνει ερεθίσματα, να θέτει ζητήματα, να προκαλεί αντιπαραθέσεις;

Σε μια εποχή εξημμένων παθών και συσσωρευμένης έντασης σαν τη σημερινή, όπου τα fake news καραδοκούν κάθε στιγμή, η ελευθερία της έκφρασης πρέπει να ενθαρρυνθεί, όχι να περιοριστεί. Δικαίως κυβέρνηση και αντιπολίτευση συναγωνίζονται ποια θα καταργήσει το αυτόφωρο στα αδικήματα περί Τύπου. Αλλά ούτε αυτό είναι αρκετό.