Στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι – για να μιλήσω με τα λόγια του μεγάλου Θουκυδίδη – δεν υπάρχει τίποτε που να μη χάθηκε («ουδέν έστιν ότι ουκ απώλετο»). Χάθηκαν μικρά παιδιά, γέροντες, περιουσίες και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.

Και ενώ έχει φθάσει η χρονική εκείνη στιγμή για να ολοκληρωθεί η προκαταρκτική εξέταση και να κινηθούν ενδεχόμενα κάποιες ποινικές διώξεις, διενεργείται μια «δικονομική παρέμβαση» από την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Με αυτή την παρέμβασή της η κ. Δημητρίου ζητάει από τον διενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση εισαγγελέα κ. Ζαγοραίο να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει και το πόρισμα της επιθεωρήτριας Δημόσιας Διοίκησης (το οποίο δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί).

Η παρέμβαση τούτη καταγγέλλεται σφοδρά από όλη την αντιπολίτευση. Δηλαδή ότι γίνεται για να καθυστερήσει η κίνηση της ποινικής δίωξης εναντίον κυβερνητικών στελεχών (σε μια κρίσιμη περίοδο). Υστερα από αυτόν τον θόρυβο η Εισαγγελία του ΑΠ αλλάζει προσανατολισμό και δηλώνει ότι επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του ενεργούντος την προκατρικτική εξέταση εισαγγελέα να κάνει αυτό που νομίζει.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα ήθελα να διευκρινίσω τα ακόλουθα πράγματα: όλοι μας πρέπει να σεβόμαστε θεσμικά το υπέρτατο αξίωμα  του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ο ανώτατος αυτός εισαγγελικός λειτουργός θεωρείται – στο  πλαίσιο της έννομης τάξης – ως «επόπτης της δικονομικής νομιμότητας», πράγμα το οποίο ισχύει και στις περισσότερες δυτικές χώρες. Ετσι, μπορεί να ασκεί ένδικα μέσα ακόμη και κατά αμετάκλητων αποφάσεων ή βουλευμάτων (ν. 4531/2018). Εχει δηλαδή μια μοναδική και εξέχουσα αποστολή!

Ομως η προκείμενη εξουσία έχει και τα όριά της. Δεν μπορει με άλλα λόγια να παρεμβαίνει στο δικαιοδοτικό έργο ενός κατώτερου εισαγγελικού λειτουργού, σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 24 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων. Και η αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού μιας υπόθεσης (άρα και του επίμαχου πορίσματος της παραπάνω επιθεωρήτριας) βρίσκεται στον πυρήνα της δικαιοδοτικής λειτουργίας ενός εισαγγελέα, ενόψει της κίνησης της ποινικής δίωξης.

Επομένως, ούτε η εισαγγελέας του ΑΠ μπορεί να επιβάλει την αποδεικτική διερεύνηση του επίμαχου πορίσματος, ούτε ο διενεργών την προκαταρκτική εξέταση να δεχθεί σώνει και καλά κάτι τέτοιο (αν η δικαιοδοτική του συνείδηση κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση)!

Το συμπέρασμα; Δεν πρέπει να γίνονται από τους ανώτατους εισαγγελικούς λειτουργούς κακές επιλογές ή κινήσεις που δίνουν την εντύπωση ότι εξυπηρετούν αλλότρια και ταπεινά (μικροκομματικά)  συμφέροντα, ειδικά σε μια τέτοια υπόθεση η οποία στοίχισε τη ζωή σε 99 ανθρώπινες ψυχές!

Ο Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ (kalfelis@law.auth.gr)