Ξύπνησα στις 6 το πρωί, άκουσα τον αέρα να φυσάει κι άνοιξα δυο παράθυρα να κάνει ρεύμα στο σπίτι, έπεσα στον καναπέ και τον ρούφαγα με τη μύτη και το στόμα βουλιμικά λες κι είχα ένα αόρατο χέρι να μου σφίγγει τον λαιμό.

Επιασε βοριάς σήμερα στην πόλη που ζούμε, που θα τη λέω Κοιλιά του Κτήνους από εδώ και στο εξής. Τη μετονόμασα έτσι από μόνη μου, όπως εξελλήνιζαν παλιά τα ονόματα των χωριών, γιατί το «Αθήνα» δεν μου κάνει πια, μου θυμίζει το Ιλιον που όλοι το λέμε Λιόσια. Την Αθήνα τη λέμε όλοι Αθήνα όμως, θα μου πεις, αλλά δεν είναι εδώ άλλαξε πρώτα το σημαινόμενο κι ύστερα το σημαίνον – δικό μου είναι το παραλήρημα, ό,τι θέλω κάνω στην τελική.

Η Κοιλιά του Κτήνους, ΚτΚ στη συντομογραφία, δηλαδή ΚουΤουΚου, κι όλοι εμείς οι κάτοικοί της, οι πολίτες της Κοιλιάς του Κτήνους, θα λεγόμαστε Ιωνάδες και σαν τον πρόγονό μας τον προφήτη θα ζούμε στην Κοιλιά, όχι ενός όποιου κι όποιου κήτους, αλλά του δικού μας Κτήνους που είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν – αλλά δεν ξέρουμε πώς μοιάζει ακριβώς γιατί είμαστε στην κοιλιά του μέσα ντε, κι ας το είδε ο καθένας μας το Κτήνος λίγο πριν τον καταπιεί, μπερδευτήκαμε ο ένας στην περιγραφή του άλλου.

Φύσηξε που λέτε ο βοριάς, η τραμουντάνα, στην Κοιλιά, κι αντί να πιάσει όρεξη να φέρει σκούπες για να καθαρίσει το αίμα από το πεζοδρόμιο στην οδό Γλάδστωνος και ρέματα με καθαρό νερό να πλύνει τη Μόρια, σήκωσε σκόνη και σκουπίδια και ξερά φύλλα και πήγε και τα κόλλησε πάνω τους παντού και πάνω μας, νεκρούς και ζωντανούς. Και τι κάναμε οι ζωντανοί; Ο,τι κάνουμε πάντα καλέ, προσευχόμαστε. Συνεχίζουμε τη ζωή και προσευχόμαστε να μας ακούσει κι εμάς ο καλός Θεούλης και μια μέρα να αποδειχθεί πως το Κτήνος μας ήταν κάτι σαν το «Ματαρόα» που μας πήγαινε, με δύσβατο ταξίδι, ναυτίες κι αναταραχές, σε μια άλλη, καλύτερη γη, για να κηρύξουμε κι εμείς το μεγαλείο της μετάνοιας έπειτα από όλα τα βρισίδια που του ρίξαμε στο μεταξύ.

Γιατί του ρίξαμε μπόλικα του Κτήνους κι ακόμη πιο πολλά στο κοινόβιό μας, την Κοιλιά του. Βρωμότοπος, μη μασάμε και τα λόγια. Στριμωγμένοι σε διάφορες γωνιές της Κοιλιάς έχουμε κάθε τρεις και λίγο κι από κάποιον να έρχεται να μας ξεσηκώσει ότι φταίει ή άλλη η γωνιά για τα δικά μας χάλια. Γιατί αν δεν μπορείς να βγεις από την Κοιλιά τι θα κάνεις φίλη μου, θα σπρώξεις και θα σπρωχτείς για την καλύτερη θέση και θα μισείς αυτόν που την έχει και θα νιώθεις πολύ δυνατός και γαμάτος απέναντι σε αυτόν που έχει χειρότερη από σένα. Πώς είναι ρε παιδί μου που ο ίδιος άνθρωπος είναι πολύ μάγκας με το μυρμήγκι και πολύ κότα με την τίγρη; Αυτό αλλά με ανθρώπους. Στην Κοιλιά εφαρμόζουμε τη φυσική επιλογή, στην πιο αγνή της μορφή, χωρίς εμβόλια.

Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε κακοί άνθρωποι, μην το παρεξηγήσετε. Απλώς καμιά φορά ο ένας δεν αντέχει τον άλλον. Δεν αντέχει να τον συνθλίβει και να τον στριμώχνει ή δεν αντέχει τη φάτσα του, το χνότο του, έτσι, δεν αντέχει και τότε ξεσπά και δέρνει και χύνονται αίματα στις πλάκες και δάκρυα στις λάσπες. Αυτό πρέπει να συμβαίνει όμως γιατί η παραμονή μας εδώ στην Κοιλιά, είπαμε, έχει νόμο τη φύση κι αν δεν πεθάνει κάποιος δεν θα τραφεί το Κτήνος. Είναι ο φόρος μας λοιπόν στο Κτήνος αυτός. Κι όταν ικανοποιήσει την όρεξή του γουργουρίζει ευτυχισμένο και χαιρόμαστε κι εμείς και τρώμε και το κομματάκι που θα μας αφήσει. Μέχρι την επόμενη φορά. Τρώγοντας έρχεται η όρεξη, που λέει κι η μάνα μου.

Ανοιξα την τηλεόραση κι έψαχνα να βρω σε ποιο γκάλοπ θα απαντήσω σήμερα. Είναι ωραίο αυτό, σαν τηλεπαιχνίδι κάπως. Ψήφισε με ένα απλό SMS αν προτιμάς να πεθάνει ο Α ή ο Β. Αχ σόρι, επιλογή «κανένας» δεν έχουμε, είσαι ακόμη με τζετ λαγκ μικρό μου κτηνάκι ή σου ‘πεσε βαριά η μετακόμιση; Αν χτυπήσει το τηλέφωνο θυμήσου να το σηκώσεις, θα είναι ένας κύριος που θα σε ρωτήσει αν θες να φτιαχτεί δίπλα σου στην Κοιλιά η γειτονιά των ομοφυλόφιλων κι η γειτονιά των ξένων ή να τους πάμε κάπου αλλού, σε κάνα έντερο, μακριά από μας τους καθαρούς.

Εν τω μεταξύ μαζί μπήκαμε στην Κοιλιά μαζί θα βγούμε, οι προσευχόμενοι Ιωνάδες. Αν βγούμε. Λες και ξέρουμε αν βγούμε πού θα πάμε, αν έχουμε πού να πάμε.

Βρώμα και δυσωδία

Φύσηξε βοριάς και δεν καθάρισε την Κοιλιά του Κτήνους μας, μόνο κουλουριαστήκαμε μόνοι και ρούφηξαν τα πνευμόνια βρώμα και δυσωδία.