Τον ξέρω από τότε που ήμουν – περίπου – 17 χρονών. Τον λένε Φραντζέσκο. Από το Φρανσουά. Ηρθε στην Αθήνα από το Βελγικό Κονγκό το 1977 για να σπουδάσει στο Πάντειο. Εμεινε για μια ζωή. Τον θυμάμαι στη γειτονιά μου στην Καλλιθέα, τότε, στη δεκαετία του ’80, που υπήρχαν ακόμα γειτονιές και τα παιδιά έπαιζαν ελεύθερα μπάλα στον δρόμο.

Στη γειτονιά, σε εποχές πολύ πιο αθώες από τη σημερινή, ήταν κάτι σαν τον «άνθρωπο για όλες τις δουλειές», τότε τους έβρισκες ακόμα. Ο Φραντζέσκος μπορούσε να σε βοηθήσει κάνοντας κυριολεκτικά το οτιδήποτε, από βαψίματα μέχρι παντός τύπου επισκευές· έσκαβε, κάρφωνε, μετέφερε, μπογιάτιζε, γκρέμιζε. Με άλλα λόγια, εργαζόταν. Με το αζημίωτο φυσικά. Εξακολουθεί να το κάνει και χαίρομαι γι’ αυτόν.

Τον θυμάμαι να μιλά με τον πατέρα μου στα γαλλικά γιατί όταν ο πατέρας μου συνταξιοδοτήθηκε έγινε θαμώνας του καφενείου δίπλα μας, χωρίς να χάσει ποτέ τους τρόπους του, τον πολιτισμό του. Ο πατέρας μου του μιλούσε στα γαλλικά για να μην καταλαβαίνουν οι γύρω τους τι έλεγαν, ο Φραντζέσκος, με άλλα λόγια, ήταν κατά μια έννοια ο έμπιστος του πατέρα μου, αυτό που κανένας «γνήσιος» Ελληνας δεν κατάφερε ποτέ να γίνει.

Ο Φραντζέσκος, του οποίου η οικογένεια είναι μοιρασμένη σε διάφορα σημεία της Ευρώπης και της Αφρικής, είναι μαύρος και έχει το χάρισμα να σε κερδίζει με το χαμόγελο, την ευγένεια, τη γνήσια καλοσύνη του. Ακόμα κι εκείνους που κάπως υποτιμητικά λόγω του χρώματος τον αποκαλούσαν Γεκινί (θυμάστε τον παλιό παίκτη του Ολυμπιακού;) τους αντιμετώπιζε πάντα με ένα χαμόγελο μονίμως χαραγμένο στο πλατύ πρόσωπό του. Δουλοπρέπεια; Ισως να υπήρχε λίγη, ναι, γιατί όχι; Επρεπε να επιβιώσει.

Τα χρόνια της κρίσης δεν τον άλλαξαν, το ύφος του παραμένει ευχάριστο, οικείο, αγαπησιάρικο. Εχουν υπάρξει βέβαια στιγμές στο πέρασμα της τελευταίας πενταετίας που για πρώτη φορά άρχισα να παρατηρώ ότι το βλέμμα του είναι κάπως διαφορετικό, πιο ανήσυχο, πιο επιφυλακτικό, πιο άγρυπνο. Ενδεχομένως, συναισθήματα που δεν είχα παρατηρήσει ώς τότε βγαίνουν για πρώτη φορά στην επιφάνεια.

Μπορεί όμως να είναι απλώς η ιδέα μου.

Τώρα τελευταία ο Φραντζέσκος εργάζεται στο κέντρο της Αθήνας. Στην Ομόνοια. Δεν ξέρω αν περνά πολύ καλά, ομολογώ ότι καμιά φορά τον σκέφτομαι και φοβάμαι λίγο. Εχει βέβαια πάντα τον μελιστάλαχτο τρόπο του, όμως ο κόσμος έχει γίνει πια πολύ εχθρικός, πολύ επιθετικός, πολύ άγριος. Ή μήπως κάνω λάθος;

Οποτε τον συλλογίζομαι μέσα στα λεωφορεία και τα άλλα μέσα μαζικής μεταφοράς, δεν μπορεί παρά να περνά από το μυαλό μου η πιθανότητα του bullying που ίσως να δέχεται από ανθρώπους με σάπια μυαλά, εκείνους τους ακατονόμαστους που τώρα τελευταία φυτρώνουν γύρω μας σαν τα παράσιτα.

Γιατί, κακά τα ψέματα, η μόνη πραγματική παραγωγή στην Ελλάδα της κρίσης είναι η παραγωγή εθνικιστών. Ξέρω ότι πολλοί θα τον βλέπουν και θα σκέφτονται τη ρωμιοσύνη τους, το πόσο τυχεροί είναι που έχουν άλλο χρώμα. Ασπρο. Ελληνες. Χα! Λευκοί Ελληνες! Χα ξανά. Και λοιπόν;

Νομίζω ότι ο μαύρος Φραντζέσκος είναι πολύ πιο Ελληνας από πολλούς λευκούς Ελληνες και πραγματικά τον χαίρομαι για αυτό. Είμαι υπερήφανος γι’ αυτόν. Γιατί τελικά το αίμα και το χρώμα δεν έχουν σημασία, δεν ορίζουν την πατρίδα.

Η πατρίδα του Φραντζέσκου δεν είναι πια το Βελγικό Κονγκό, από το οποίο έφυγε πριν από 40 και βάλε χρόνια και στο οποίο χρειάστηκε μία φορά να επιστρέψει για την κηδεία του πατέρα του.

Πατρίδα του είναι η Ελλάδα. Γιατί την πατρίδα την ορίζει η ψυχή. Και η ψυχή του Φραντζέσκου μα και πόσων άλλων Φραντζέσκων, ναι, είναι ελληνική.