Ακούγοντας κανείς τον Ζόραν Ζάεφ, θα μπορούσε να υποθέσει ότι εκείνος που δεν κατάλαβε τι υπέγραψε είναι ο Αλέξης Τσίπρας. Οτι ο έλληνας πρωθυπουργός έπεσε θύμα ενός πονηρού Βαλκάνιου που του προσέφερε σαν δόλωμα το όνομα για να κρατήσει για τον εαυτό του ό,τι είχε απομείνει πάνω στο τραπέζι: τη γλώσσα, την ταυτότητα, τον λαό, το έθνος, όλα μακεδονικά και όλα δικά του.

Αλλά αυτή δεν είναι παρά η ανάγνωση της εθνικής ανασφάλειας. Είναι η ανάγνωση που παραβλέπει το γεγονός ότι ο Ζάεφ δεν απευθύνεται έξω από τα σύνορά του αλλά σε ένα εθνικό ακροατήριο που σε λίγες ημέρες θα πάει στις κάλπες. Τι λέει σε αυτό το ακροατήριο; Οτι στη Μακεδονία ζούμε πολλοί, και Ελληνες και Βούλγαροι, αλλά Μακεδόνες είμαστε μόνο εμείς. Λέει, δηλαδή, ό,τι θα έλεγε κάποιος που θέλει να πείσει τους συμπολίτες του να αλλάξουν αυτοβούλως το όνομα της χώρας τους σε κάτι που δεν τους αρέσει.

Μπορεί να ακούει κανείς τον προεκλογικό Ζάεφ και να φρίττει. Μπορεί όμως και να κλείσει τα αφτιά του. Και να τα τεντώσει ξανά για να ακούσει τον μεταδημοψηφισματικό Ζάεφ, έναν Βαλκάνιο που δεν ψάχνει εθνική ταυτότητα, αλλά μια θέση κάτω από τον ήλιο του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Για να διαπιστώσει εάν ο στόχος είναι η οικειοποίηση της Ιστορίας ή η έξοδος από την εθνική απομόνωση, εάν το ζητούμενο είναι να μετατραπεί η πΓΔΜ από φάλτσα κοιτίδα ενός αρχαίου πολιτισμού σε ψηφίδα μιας σύγχρονης συμμαχίας.

Ο άλλος τρόπος είναι λίγη εθνική αυτοπεποίθηση. Από αυτή που βρήκαν ακόμη και οι εθνικιστές της ΠΓΔΜ, αλλά δυσκολεύεται να βρει η ελληνική κοινωνία – μια κοινωνία αιωνίως δέσμια του αναδελφισμού, της υποτιθέμενης επιβουλής των ξένων, του φόβου ότι θα πάθει συλλογικά ό,τι μπορεί να πιστέψει κανείς ακούγοντας τον Ζάεφ πως έπαθε ο Τσίπρας ατομικά: πως πιάστηκε κορόιδο ακόμη και με τα αφτιά τεντωμένα.