Μια διαφορετική ανάγνωση της «Κυράς της θάλασσας» προτείνει η παράσταση στο θέατρο Tempus Verum, θέλοντας να φέρει το κλασικό έργο του Ιψεν σε έναν διάλογο με το σήμερα. Κι αν οι προθέσεις είναι καλοδεχούμενες, το ερώτημα που τίθεται πάντα είναι αν και κατά πόσον κατάφεραν να τις δικαιώσουν.

Κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας, ο Νορβηγός Ερρίκος Ιψεν (1828-1906) ανήκει στους πρωτοπόρους της σύγχρονης ευρωπαϊκής δραματουργίας.

Γόνος διάσημης και πλούσιας οικογένειας της εποχής του, βίωσε από την ηλικία των επτά ετών την οικονομική καταστροφή του πατέρα του και την πλήρη αλλαγή στις συνήθειες με τις οποίες μεγάλωσε. Στα δεκαπέντε του άφησε το σχολείο για να εργαστεί – έγινε βοηθός φαρμακοποιού. Μοναδική διέξοδός του έγινε το διάβασμα και το γράψιμο. Ενα νόθο παιδί που απέκτησε νωρίς, το οποίο αναγνώρισε αλλά ποτέ δεν γνώρισε, τον οδήγησε σε ρήξη με την οικογένειά του.

Αλλάζοντας συχνά τόπους κατοικίας, ξεκίνησε να γράφει σε τοπικές εφημερίδες και, αργότερα, μπήκε στο θέατρο, συμμετέχοντας σε παραγωγές, μέχρι να αρχίσει να γράφει τα θεατρικά του. Στην εργογραφία του καθοριστικό ρόλο έπαιξε η οικογενειακή χρεοκοπία καθώς και μια σειρά ηθικών ζητημάτων με τα οποία βρέθηκε αντιμέτωπος.

Απογοητευμένος από την πατρίδα του έφυγε το 1864 για ένα ταξίδι στην Ιταλία και τελικά επέστρεψε στη Νορβηγία έπειτα από 27 χρόνια – χρόνια πολύ δημιουργικά. Εζησε και στη Γερμανία, ενώ τα περισσότερα έργα του ανέβηκαν πρώτα στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Ο Ιψεν έδωσε στη γυναίκα ρόλο πρωταγωνιστικό, θίγοντας ζητήματα που εξακολουθούν και σήμερα να μας απασχολούν – «Νόρα ή Το κουκλόσπιτο», «Εντα Γκάμπλερ».

Σ’ αυτόν τον κύκλο ανήκει και η «Κυρά της θάλασσας» που γράφτηκε το 1888 και φέρνει στη σκηνή μια γυναίκα που ονειρεύεται τη θάλασσα και δυσκολεύεται να ζήσει στη στεριά. Παντρεμένη με έναν άντρα που έχει ήδη δύο κόρες, σαν γοργόνα στη στεριά, ανασύρει από τη μνήμη της εκείνον που στο παρελθόν είχε μιλήσει στην ψυχή της και που πιστεύει ότι ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να της προσφέρει όλα όσα επιθυμούσε. Εγκλωβισμένη σε μια ζωή που δεν την εκφράζει, ονειρεύεται την ελευθερία και τη φυγή.

Το σκηνικό στην παράσταση, σαν ένα κιόσκι στον κήπο, επιχειρεί να δώσει από την αρχή μια αίσθηση «φυλακής». Οι ήρωες κινούνται μέσα σ’ αυτό που άλλοτε είναι κιόσκι κι άλλοτε βεράντα. Η Δανάη Σπηλιώτη, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, στέρησε από την παράσταση τον ορίζοντα, εξαφάνισε τα φιορδ (ως κατάσταση) και μίκρυνε τους ήρωες για να χωράνε στην ιδέα που ήθελε να υπηρετήσει. Προσπάθησε να προσδώσει μια επίφαση οικειότητας στους ήρωες, γιατί πώς αλλιώς να ερμηνευτεί ο αρχικός, εμβόλιμος διάλογος για τον κιμά, τα κεφτεδάκια, τα σουτζουκάκια και τις μπάμιες… Περιττή αυτή η νότα νεωτερισμού σε ένα έργο που παρά την ηλικία του παραμένει σύγχρονο στον προβληματισμό του.

Από την παράσταση λείπει η ποιητική διάσταση του έργου, η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα του ιψενικού σύμπαντος. Κι είναι σαν να έπεσε μόνη της στην παγίδα που έστησε, καθώς θέλησε να φέρει το έργο στα δικά της μέτρα. Με τη Στέλλα Βογιατζάκη στον ρόλο της Ελίντα, να προσπαθεί να εκφράσει την εσωτερική απελπισία της ηρωίδας της, οι ηθοποιοί στο σύνολό τους υπηρέτησαν πιστά τη σκηνοθετική άποψη, μια άποψη που ηθελημένα κινήθηκε σε άλλη κατεύθυνση από εκείνη του Ιψεν.

Οι κύκλοι της Κονιόρδου

Η Αμφίπολη και οι δηλώσεις της, η απουσία της από την κρίσιμη απόφαση του ΚΑΣ για τα αρχαία στο Ελληνικό και η παράσταση με τον Μπομπ Ουίλσον στο Βερολίνο, τα πνευματικά δικαιώματα και η ΑΕΠΙ, το ηλεκτρονικό εισιτήριο, ακόμα και το «τυπογραφικό» λάθος στην επιγραφή του αρχαιολογικού χώρου των Φιλίππων: το όνομα της Λυδίας Κονιόρδου ως υπουργού Πολιτισμού βρισκόταν συχνά μπλεγμένο σε λάθη και γκάφες. Διορθωτικά δελτία Τύπου επιχειρούσαν να βάλουν τα πράγματα στην τάξη. Κι αν στους τομείς που γνώριζε καλά (όπως ο θεσμός των επιχορηγήσεων στο θέατρο – και τον χορό και το Θεατρικό Μουσείο) απέδωσε, στα υπόλοιπα κόπηκε.

«Εγώ δεν είμαι πολιτικός» ήταν η απάντησή της στον διαφορετικό και γι’ αυτό, ίσως, παρεξηγήσιμο τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε την κυβερνητική της δουλειά. Αλλωστε σε αυτή τη μη «πολιτική» της ιδιότητα, ή μάλλον στη μη κομματική της, όπως η ίδια εξηγούσε, να απέδιδε και την έλλειψη επικοινωνίας και συνεννόησης με τους επικεφαλής των τμημάτων, τους διευθυντές του ΥΠΠΟΑ, αλλά και τις εσωκομματικές κόντρες. Συχνά πυκνά εκμυστηρευόταν στους στενούς της συνεργάτες ότι «δεν με ενημερώνουν σωστά». Παρέμεινε μια ξένη στο κτίριο της οδού Μπουμπουλίνας, περαστική, αναλώσιμη.

Στον ανασχηματισμό του περασμένου Φεβρουαρίου απέκτησε υφυπουργό με αυξημένες αρμοδιότητες, αλλά διατήρησε τη θέση της και αποσαφήνισε κάθε απορία: στο υπουργείο πήγε για να μείνει. Αφησε σαράντα χρόνια θέατρο, μια αναγνωρισμένη καριέρα στο σανίδι, τους μεγάλους ρόλους στο αρχαίο δράμα, διέκοψε τη διδασκαλία, τη σκηνοθεσία… Δεν μπορεί όλο αυτό να λήξει τόσο γρήγορα, τόσο άδοξα. Δεν είχε κάνει τον κύκλο της.

Τα λάδια όμως στο Αρχαιολογικό Μουσείο δεν άφησαν περιθώρια. Ο τελευταίος ανασχηματισμός την έθεσε εκτός κυβέρνησης. Γλίστρησε στη στροφή. Κι έπεσε. Αλλά δεν σκόπευε, όπως αποδείχτηκε, να επιστρέψει στην «προηγούμενη» ζωή της. Οσοι γνωρίζουν τη Λυδία Κονιόρδου απόρησαν με την αλλαγή πλεύσης της επί ΣΥΡΙΖΑ. Να μπλεχτεί, δηλαδή, με τα γρανάζια του Δημοσίου, να πάρει εξουσία, να διοικήσει. «Θα ξαναγυρίσει στο θέατρο», πίστευαν, μετά το ΥΠΠΟΑ. Λάθος. Η εδώ και δεκαοκτώ μήνες κενή (μετά την παραίτηση Κιμούλη) θέση του προέδρου στο ΚΠΙΣΝ, την περίμενε. Οπως και η «πολιτική» της αποκατάσταση. Κι άλλος κύκλος ανοίγει…