Μιλήσαμε πολύ για βία τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Και την είδαμε να διατρέχει υποβαθμισμένες, σήμερα, περιοχές που κάποτε ήταν «διαμαντάκια» της πρωτεύουσας, να προσγειώνεται σε παγκάκια στην περιφέρεια, να υποκινεί συλλήψεις και προσαγωγές, να εγκαθίσταται σε αλαλάζοντα πληκτρολόγια. Την είδαμε να κλωτσά στο κεφάλι αιμόφυρτους ανθρώπους, να τρομοκρατεί ηλικιωμένους μέσα σε εκκλησίες, άλλοτε να συγκαλύπτεται από κυβερνητικές ανοχές και άλλοτε να αποκτά ποιοτικό πρόσημο, λες και υπάρχει βία πρώτης και δεύτερης διαλογής – και στο πανέρι τα ρετάλια σε τιμή ευκαιρίας.

Πέρα όμως από την απροκάλυπτη, την εύκολα διακρινόμενη βία, την ταυτοποιημένη, υπάρχει και μία άλλη εκδοχή της. Μπορεί να είναι πιο ανώδυνη, ίσως λιγότερη επικίνδυνη, χωρίς μπουνιές, χαστούκια και κλωτσιές, αλλά είναι κι αυτή η άτιμη πολύ προβοκατόρισσα. Είναι η αντίδραση στη βία που κάτω από το πέπλο της ευαισθητοποίησης μπορεί ενίοτε να παρεκτραπεί. Και, το χειρότερο όλων, επειδή ακριβώς δεν διατηρεί τα κλασικά χαρακτηριστικά της βίας, μας εθίζει σιγά σιγά στην επιθετικότητα.

Λυπάμαι που για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ημέρες συνδέω τη βία με το κίνημα των σκληροπυρηνικών vegans ύστερα από την εισβολή τους την περασμένη εβδομάδα στο Burger Festival. Εκστρατεία ενημέρωσης αποκαλούν τις αφίσες που τοποθετήθηκαν σε συρμό του μετρό με μηνύματα και φωτογραφίες όχι υπέρ του βιγκανισμού ούτε καν εναντίον της κατανάλωσης κρέατος και γαλακτομικών προϊόντων. Είναι ένα ευθύ και απροκάλυπτο «κατηγορώ» εναντίον των ίδιων των καταναλωτών. Μια στοχοποίηση, ένα είδος bullying που τσουβαλιάζει ως κανίβαλους με το σλόγκαν «Δες ποιον έφαγες σήμερα» όσους θα παραγγείλουμε το βράδυ μια πίτα γύρο με απ’ όλα. Και με το «Για κάθε ποτήρι γάλα μια μητέρα χάνει το μωρό της» ως δολοφόνους μωρών όσους βάζουμε γάλα στον καφέ, τις μητέρες που δίνουν ένα ποτήρι γάλα στα παιδιά τους ή τους ηλικιωμένους που τρώνε ένα γιαουρτάκι για βραδινό.

Οι Greek Vegans που τρέχουν αυτήν την καμπάνια (τα χρήματα για την οποία συγκεντρώθηκαν από εισφορές του κοινού, όπως λένε) ισχυρίζονται ότι ο στόχος τους είναι «να ευαισθητοποιήσουν και να παρακινήσουν τον κόσμο να μάθει περισσότερα για το πόση βία κρύβεται στο πιάτο του». Συγγνώμη, παιδιά, αλλά από τη στοχοποίηση δεν εκπορεύεται σε καμία περίπτωση ευαισθητοποίηση. Η καμπάνια είναι επιθετική και, εφόσον δεν είναι επιστημονικά ντοκουμενταρισμένη, βίαιη.

Μια απορία και μια ανησυχία για το τέλος. Η Αττικό Μετρό δέχεται να φιλοξενεί καμπάνιες οιωνδήποτε συλλογικοτήτων; Και πριν από λίγα χρόνια ένα εξώφυλλο του «Newsweek» έθετε το ερώτημα αν ο βιγκανισμός είναι διατροφική διαταραχή. Εγώ φοβάμαι μην εξελιχθεί σε κοινωνική…

Φιλέματα και βαζάκια

Τα μαγαζιά με παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα είναι καλοδεχούμενα σε μια πόλη όπου είχες την εντύπωση ότι παιδιά μάς κυνηγούσε η μάνα μας με την παντόφλα αν δεν τρώγαμε το απογευματινό μας σούσι. Μέχρι εδώ όλα καλά, τα προβλήματα ξεκινούν πάντα από την υπερβολή. Κάποιος γραφικός εγκέφαλος φαίνεται ότι έχει συμβουλέψει τους υπευθύνους των περισσοτέρων από αυτά να αφήσουν την παραδοσιακή ελληνικότητα των προϊόντων να ξεχυθεί από ψυγεία και ράφια και να επικαθίσει στις πωλήτριες και στους πωλητές. Εξαιρετικά ευγενικοί, σε υποδέχονται ρωτώντας αν θέλεις να σε «φιλέψουν» κάτι, σου πιάνουν και λίγο την κουβέντα και προσπαθώντας να αναβιώσουν τα ήθη του παλιού μπακάλικου, ο ίδιος υπάλληλος που σου κόβει, για παράδειγμα, το τυρί, ο ίδιος έρχεται μετά να σου χτυπήσει τις αγορές στο ταμείο. Αποτέλεσμα; Μια τεράστια καθυστέρηση και για τον πελάτη που εξυπηρετείται και για εκείνους που περιμένουν τη σειρά τους. Να θυμίσω απλώς ότι οι εποχές που οι νοικοκυρές πήγαιναν στο μπακάλικο για να μάθουν τα νέα της γειτονιάς και να χτυπήσουν και κανένα προξενιό έχουν περάσει. Ισως δυστυχώς ανεπιστρεπτί, όμως σίγουρα.

Αλλη γραφικότητα ενταγμένη στην επιστροφή στις αυθεντικές, «χειροποίητες» αξίες. Τα παλιά βαζάκια του γλυκού μέσα στα οποία σερβίρονται πολλά, κυρίως όμως οι σαλάτες. Μπορεί να είναι χαριτωμένο στην όψη, λέμε τώρα, αλλά είναι εντελώς μη φιλικό στον χρήστη. Ή που θα φας ένα ένα τα υλικά της σαλάτας (χάλια!) ή που θα κάνεις το μονόχρωμο ρούχο σου εμπριμέ. Παραφράζοντας αυτό που έλεγε ο Κωνσταντίνου στα «Χτυποκάρδια», «δεν θέλω να τη βγάλω τη σαλάτα βόλτα στη γειτονιά να τη δουν πόσο ωραία είναι. Να τη φάω θέλω».

Οδός Ευριπίδου

Επειδή με τούτα και μ’ εκείνα φαίνεται να έχουμε ανάγκη τη νοσταλγία όχι ως στείρα μνήμη αλλά ως κινητήρια δύναμη, το βιβλίο της Ζωής Ρωπαΐτου «Ο κόσμος της Ευριπίδου και των πέριξ» που θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο από τις εκδόσεις Εστία είναι ακριβώς αυτό που θα απολάμβαναν οι νοσταλγοί μιας εποχής που θέλουν όμως να επιβιώσουν στη σύγχρονη. Με άλλα τέσσερα ανάλογου περιεχομένου βιβλία στο ενεργητικό της, η συγγραφέας μάς ξεναγεί σε περιοχές και εποχές όπου μας αρέσει να τριγυρνάμε και όπου σε πείσμα των οσμών της σύγχρονης μεγαλούπολης διασώζονται οι μυρωδιές του χθες.

Γιάννης Βούρος, ηθοποιός

Τι δεν μου αρέσει

Σιχαίνομαι όλους αυτούς που χαλαρά κι εύκολα απαξιώνουν συλλήβδην τους πολιτικούς και την πολιτική, χλευάζοντας οτιδήποτε συνιστά προσπάθεια για κάτι καλύτερο από αυτό που ζούμε σήμερα… Δώσε τους την εξουσία και όλοι έχουν μια καλύτερη λύση από αυτήν που προτείνουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις. Δεν είναι δεξιοί, δεν είναι αριστεροί, δεν είναι κεντρώοι. Είναι οι τίποτα. Γελοίοι βολεψάκηδες και παρατηρητές της ζωής, λαθραίοι επιβάτες ξένων ονείρων γκρινιάζουν για όλα. Η πιο μεγάλη μεταρρύθμιση της ζωής τους είναι να πάνε από τον έναν καναπέ στον άλλον.