Υπήρξε μία από τις πιο πλήρεις και αξιοσέβαστες μορφές της Μεταπολίτευσης, η φθορά της οποίας ουδέποτε την άγγιξε. Αντιθέτως, όσο περνούσαν τα χρόνια και η Μεταπολίτευση ξεθώριαζε, τόσο εκείνη έδειχνε πιο ευγενής. Μια γυναίκα που αν και βρέθηκε επί δεκαετίες στο επίκεντρο της σύγχρονης Ιστορίας στην Ελλάδα, ουδέποτε επεδίωξε την αυτοπροβολή – αντίθετα, την αρνήθηκε πεισματικά. Και που με βαθιά σιωπηρή θλίψη παρακολούθησε τα όσα τραγικά εξελίσσονται τα τελευταία χρόνια σε αυτόν τον τόπο.

Η Λένα Τριανταφύλλη, η προσωπική γραμματεύς του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την αρχή της Μεταπολίτευσης μέχρι το τέλος της ζωής του, πέρασε και «τυπικά» στη σφαίρα του θρύλου: ένας άνθρωπος που πάντοτε προσέφερε στον τόπο, μα ουδέποτε ζήτησε ή πήρε το παραμικρό. Μια μεγάλη κυρία του σύγχρονου ελληνικού δημοσίου βίου στην εποχή που έχει τόση ανάγκη αλλά και τέτοια έλλειψη του είδους. Που έφυγε με τη συνείδησή της καθαρή, μα και λυπημένη για την Ελλάδα, παίρνοντας μαζί της ό,τι καλύτερο είχε να δείξει αυτός ο τόπος ως προς το ήθος των ανθρώπων της εξουσίας.

Οταν τη φώναξε ο Καραμανλής, ήταν μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι, με την Ελλάδα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και την Κύπρο κατεστραμμένη. Η Τριανταφύλλη ήταν σίγουρη ότι είχε γίνει λάθος: είχε να δει τον Καραμανλή από τότε που είχε πεθάνει ο πατέρας της ο οποίος ήταν υπουργός του στην πρώτη οκταετία του και εκείνη νέα κοπέλα – ίσως να τον είχε δει ακόμα κάνα δυο φορές τυχαία. Στο Παρίσι, αν και πήγε στην περίοδο της χούντας, δεν τον είχε επισκεφθεί. Πήγε με δισταγμό στη «Μεγάλη Βρεταννία» να τον συναντήσει. Πράγματι, αυτήν ζητούσε: έπρεπε να κάνει μια νέα αρχή και ήξερε ότι μπορούσε να βασιστεί σε εκείνην κι ας είχε να τη δει τόσα χρόνια. Και δικαιώθηκε. Εκείνη τού είπε ότι δεν ήξερε αν θα μπορούσε να τα καταφέρει. «Καλορίζικη» της απάντησε όρθιος μπροστά στο παράθυρο, κοιτώντας όχι την ίδια, αλλά έξω, το Σύνταγμα, και γυρίζοντας να της δώσει ένα λουλούδι. Ετσι άρχισαν όλα.

Στα επόμενα χρόνια, η Λένα Τριανταφύλλη έγινε ένα από τα πιο ισχυρά πρόσωπα στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Δεν περνούσε άνθρωπος στο γραφείο του Καραμανλή αν δεν περνούσε πρώτα από την ίδια. Και εκείνη ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που έμπαινε σε αυτό χωρίς πρώτα να χτυπήσει την πόρτα. Από όλες τις μακρές συζητήσεις που είχα την τιμή και την τύχη να έχω μαζί της εδώ και χρόνια, τρία ας σημειωθούν εδώ. Πώς κανόνιζε το πρόγραμμά του; «Πέρα από όσα ο ίδιος μού ζητούσε, από τα ατελείωτα αιτήματα έπρεπε να κάνω εγώ επιλογή. Και ήταν κάποιοι που έκρινα ότι δεν έπρεπε να δει. Αλλά δεν θα τους απέρριπτα ποτέ χωρίς πρώτα να τον ενημερώσω. Είχαμε λοιπόν ένα σύστημα: Κάθε πρωί, έπαιρνα πρώτα το μπλοκ με τις χθεσινοβραδινές σημειώσεις του για το τι έπρεπε να γίνει. Μετά, του διάβαζα τον κατάλογο για τις συναντήσεις – τρεις κατηγορίες: Η πρώτη, οι εμφανώς πιο επείγουσες και σημαντικές. Η δεύτερη, εκείνες που μπορούσαν λίγο να περιμένουν, θα έλεγε ο ίδιος. Στην τρίτη κατηγορία, εκείνες που θεωρούσα ότι θα έπρεπε η απάντηση να είναι αρνητική. Αυτές ξεκινούσαν πάντοτε με την ίδια φράση: «Κύριε πρόεδρε, εκ καθήκοντος σας αναφέρω…». Σιγά σιγά, έπαψε πια να τις ακούει…».

Στην ερώτηση «ποια ήταν η πιο αμήχανη στιγμή» με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, κοντοστάθηκε αν θα έπρεπε να απαντήσει και συνέχισε: «Μπήκα μια φορά στο γραφείο του, στην αρχή, και τον είδα με τα χέρια στο πρόσωπο, να κλαίει σχεδόν γοερά. Τα έχασα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ο μεγάλος ηγέτης σε μια τέτοια στιγμή που δεν τον είχε δει ποτέ κανείς, και εγώ να μην ξέρω τι να πω. Εκανα πίσω και βγήκα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα. Φυσικά με είδε. Σε λίγο με φώναξε. Ηταν πάλι όπως τον ήξερα πάντα. Κανένα σημάδι από το τι είχε συμβεί λίγο πριν. Χωρίς να πω τίποτα, μου είπε εκείνος: είχε μόλις μάθει ότι ο Σόλων Γκίκας (ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα της επιτυχίας της Μεταπολίτευσης, που χωρίς εκείνον είναι αμφίβολο αν θα είχαν ελεγχθεί ο στρατός και τα σώματα ασφαλείας) είχε αρρωστήσει βαριά, σύντομα θα πέθαινε».

Ενα άλλο περιστατικό, πάλι από την ίδια περίοδο: «Συγκρουστήκατε ποτέ μαζί του;» ήταν η ερώτηση; Πάλι σκέφθηκε για δευτερόλεπτα και συνέχισε: «Δεν ήξερα τίποτα για τη μετατροπή της ποινής των χουντικών από θανατική σε ισόβια. Οταν το άκουσα, έγινα έξαλλη. Είχε σπάσει το τηλέφωνο του γραφείου μου από τους φίλους, τους γνωστούς, τους συνεργάτες που διαμαρτύρονταν. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο – ούτε ξανάγινε ποτέ. Και δεν καταλάβαινα και το γιατί. Χωρίς να το πολυσκεφθώ, για πρώτη και μοναδική φορά, άνοιξα την πόρτα του γραφείου του και μπήκα μέσα με φανερή ορμή και με διάθεση… κριτική. «Μα γιατί το κάνατε;» του είπα. «Γιατί όχι θανατική ποινή; Εκαναν τέτοιο κακό στη χώρα. Εχετε ακούσει τι λέει ο κόσμος έξω για την απόφασή σας;». Ο πρόεδρος με κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε περίπου κάτι «το παρατράβηξες, αλλά για αυτή τη φορά θα σου πω». Με άφησε να ξεθυμάνω, περίμενε να επιστρέψει η κατάσταση στην… κανονικότητα και τότε μου είπε: «Επειδή στην Ευρώπη δεν μπαίνουν με αίμα». Κατάλαβα. Δεν αμφισβήτησα απόφασή του ποτέ ξανά». Και ξαφνικά συμπλήρωσε, εκτός θέματος, μα εντός ουσίας: «Ευτυχώς που δεν ζει να δει πού κατάντησε πια η Ελλάδα». Και εκείνη πλέον. Ευτυχώς.