Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οξυδερκής παρατηρητής των διεθνών εξελίξεων για να διαπιστώσει ότι οι στρατιωτικές δικτατορίες, τουλάχιστον στον αναπτυγμένο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ολοένα και λιγοστεύουν. Στον αναπτυγμένο, όπου γνώρισαν άνθηση κατά τον Μεσοπόλεμο, με αιχμές τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, τα τελευταία τρία στρατιωτικά κατάλοιπα – η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία – έπνευσαν τα λοίσθια κατά τη δεκαετία του 1970. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι, τόσο η δεκαετία του 1970, όσο και οι δύο προγενέστερες, που συμπίπτουν χονδρικά με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ήταν ιδιαίτερα παραγωγικές σε στρατιωτικά καθεστώτα.

Ο Steven Levitsky και ο Daniel Ziblatt, πολιτικοί επιστήμονες και καθηγητές στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, συγγραφείς του εξαιρετικού βιβλίου «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες» (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018), μας εξηγούν το γιατί: «Αυτό ήταν επί χρόνια το μοντέλο ανατροπής και κατάλυσης μιας δημοκρατίας: με τη χρήση βίας, και μάλιστα ένοπλης. Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου τα στρατιωτικά πραξικοπήματα ήταν αρκετά συχνό φαινόμενο: Αργεντινή, Βραζιλία, Δομινικανή Δημοκρατία, Γουατεμάλα, Περού, Ουρουγουάη, Πακιστάν, Ταϊλάνδη, Νιγηρία, Γκάνα, Τουρκία, Ελλάδα είναι μερικές μόνο από τις χώρες που είχαν παρόμοια εμπειρία. Πρόσφατα πάλι, στρατιωτικά πραξικοπήματα ανέτρεψαν τον πρόεδρο Μόρσι στην Αίγυπτο το 2013 και την πρωθυπουργό Σιναουάτρα στην Ταϊλάνδη το 2014».

Η διαφορά των στρατιωτικών πραξικοπημάτων της ψυχροπολεμικής περιόδου από τα στρατιωτικά πραξικοπήματα των ημερών μας έγκειται στη γεωγραφική συρρίκνωση. Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα – τα πετυχημένα, τουλάχιστον – περιορίζονται πλέον στην Αφρική (όπου τα πολιτικά ήθη δεν έχουν αλλάξει, ούτε δείχνουν ότι θα αλλάξουν στο ορατό μέλλον) και σ’ ένα τμήμα της Ασίας. Πετυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα στον υπόλοιπο κόσμο έχει να καταγραφεί από τον Σεπτέμβριο του 1973, όταν ο Αουγκούστο Πινοτσέτ ανέτρεψε τον Σαλβαδόρ Αλιέντε. Ο Αλιέντε έπεσε μαχόμενος στο φλεγόμενο προεδρικό μέγαρο, με τη θυσία του ως διαρκή υπόμνηση στις επόμενες γενιές ότι η δημοκρατία δεν είναι ούτε φιλολογικό ζήτημα ούτε άσκηση επί χάρτου· για τη σωτηρία της μπορεί κάποτε να κληθείς να δώσεις και τη ζωή σου.

Θα περίμενε κάποιος ότι η γεωγραφική συρρίκνωση των στρατιωτικών δικτατοριών συνεπάγεται αυτομάτως την επέκταση της δημοκρατίας. Οι Levitsky-Ziblatt πιστεύουν ότι αυτή είναι μια απατηλή εικόνα που στέλνει λανθασμένα, αν όχι επικίνδυνα μηνύματα. Παρότι σχεδόν καμία χώρα στον κόσμο δεν αποφεύγει τον πειρασμό ν’ αναγράψει στον συνταγματικό της χάρτη και να αυτοπροσδιοριστεί ως «δημοκρατία» – ακόμη και οι πιο στυγνές δικτατορίες -, εκείνες που θα περνούσαν επιτυχώς ένα δημοκρατικό crash test είναι αισθητά έως θλιβερά πιο λίγες. «Υπάρχει, όμως», γράφουν στο βιβλίο τους, «και άλλος τρόπος για να καταλυθεί η δημοκρατία, λιγότερο δραματικός αλλά εξίσου μοιραίος. Μπορεί μια δημοκρατία να πεθάνει στα χέρια όχι ενός στασιαστή στρατηγού, αλλά ενός εκλεγμένου ηγέτη, προέδρου ή πρωθυπουργού, ο οποίος υποσκάπτει και τελικά ακυρώνει αυτές καθαυτές τις διαδικασίες που τον έφεραν στην εξουσία. Σε ορισμένες περιπτώσεις η δημοκρατία καταλύεται σχεδόν αμέσως, όπως συνέβη το 1933 με τον Χίτλερ και με πρόσχημα τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ· κατά κανόνα, ωστόσο, η διάβρωση και η κατάλυση της δημοκρατίας είναι σταδιακή».

Ο μελαγχολικός χάρτης με τις σύγχρονες δημοκρατίες που διολίσθησαν ή εξακολουθούν να διολισθαίνουν προς τη δικτατορία – «δικτατορίες με κοινοβουλευτικό μανδύα», όπως τις αποκαλούσαμε παλαιότερα – είναι πράγματι εντυπωσιακός: Βενεζουέλα, Γεωργία, Ουγγαρία, Ρωσία, Ουκρανία, Πολωνία, Τουρκία, Περού, Νικαράγουα, Φιλιππίνες, Σρι Λάνκα… «Η παρακμή, η «αποψίλωση» της δημοκρατίας», σημειώνουν δυσοίωνα οι Levitsky-Ziblatt, «αρχίζει στις μέρες μας από την κάλπη». Πώς συμβαίνει κάτι τέτοιο; Δεν υπάρχουν ανησυχητικά προμηνύματα; Σεισμικές δονήσεις πριν από τον κυρίως σεισμό; Βεβαίως και υπάρχουν, πάντοτε υπήρχαν, ασχέτως αν υπήρχαν και τα αντίστοιχα ευήκοα ώτα ή, ακόμη χειρότερα, αν εκείνοι που μπορούσαν από θέση ισχύος να ανακόψουν τη διολίσθηση μιας δημοκρατίας σε δικτατορία προτίμησαν να χειραγωγήσουν τους επίδοξους δικτάτορες. Οι συγγραφείς υπενθυμίζουν ότι, τόσο ο Μουσολίνι όσο και ο Χίτλερ, παρά το αναμφίβολο εκτόπισμά τους στο εκλογικό σώμα, ποτέ δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν την εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας του. Η επιτυχία τους στην κάλπη ήταν σχετική/συγκυριακή, μ’ ένα ποσοστό που ουδέποτε κατέβηκε κάτω από το 60% να βρίσκεται σταθερά απέναντί τους. Εάν δεν συμμαχούσαν με κοντόφθαλμους συντηρητικούς κύκλους που, με τη σειρά τους κι εν τη αφελεία τους, θεωρούσαν ότι οι ναζιστές και οι φασίστες είναι προσωρινοί/ αναλώσιμοι, ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ δεν θα κατακτούσαν την εξουσία και, παρεπόμενα, δεν θα τους δινόταν η ευκαιρία να καταλύσουν τη δημοκρατία. Τα επόμενα χρόνια, το πικρό μάθημα – «ποτέ δεν συνασπίζεσαι με τους εχθρούς της δημοκρατίας» – αγνοήθηκε κατ’ επανάληψιν. Μπροστά στο φάσμα μιας συμμαχίας με τον ιδεολογικό σου αντίπαλο για την υπεράσπιση της δημοκρατίας (που θα μπορούσε να σου κοστίσει βραχυπρόθεσμα την ήττα στην κάλπη) προτιμούσες να συμμαχήσεις με κάποιον που βρισκόταν εγγύτερα στη δική σου ιδεολογία, αλλά είχε εκφράσει ήδη τη βούληση να υπονομεύσει μακροπρόθεσμα τη δημοκρατία, άρα κι εσένα. Δεν μπορείς να τα έχεις μονά-ζυγά δικά σου.

Εξυπακούεται ότι οι δύο συγγραφείς, παρά την παράθεση σωρείας παραδειγμάτων από τη διεθνή εμπειρία, επικεντρώνουν την προσοχή τους στην πατρίδα τους – όχι, φευ, για να αμβλύνουν, αλλά για να επιτείνουν την ανησυχία μας. Υποτίθεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που δεν είχαν ποτέ το οδυνηρό βίωμα ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος στο εσωτερικό τους (μολονότι, στο εξωτερικό, ήταν από τους κυριότερους προμηθευτές πραξικοπημάτων, πάντοτε πρόθυμες να προσφέρουν από στρατιωτική τεχνογνωσία κι ένοπλες δυνάμεις έως απεριόριστους οικονομικούς πόρους) κυριαρχούν στο παγκόσμιο συλλογικό ασυνείδητο ως το «απόρθητο κάστρο» της δημοκρατίας, τουλάχιστον σ’ επίπεδο θεσμικής θωράκισης. Μια «φασιστική» βερσιόν των ΗΠΑ ανιχνεύεται μονάχα στα μυθιστορήματα πολιτικής φαντασίας (όπως στα περίφημα «Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο» του Φίλιπ Ντικ και «Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής» του Φίλιπ Ροθ). Ακόμη και το έμμεσο εκλογικό τους σύστημα, το σύστημα των εκλεκτόρων, που τόσο ξενίζει εμάς τους Ευρωπαίους, πέρασε από διάφορες μεταλλάξεις μέσα στον χρόνο, αλλά αρχική του πρόθεση/ επιδίωξη ήταν να στηθεί ένα αποτελεσματικό ανάχωμα σε κάθε αχρείο δημαγωγό που μπορούσε να εκμαυλίσει τους ψηφοφόρους και να φθάσει έως τον Λευκό Οίκο. Είναι αλήθεια επίσης ότι αρκετοί λαοπλάνοι με αυταρχικό προφίλ – όπως ο  Χένρι Φορντ, ο Χιούι Λονγκ και ο Τζορτζ Ουάλας – προσπάθησαν να υπερβούν το ανάχωμα, αλλά μονάχα ο Ντόναλντ Τραμπ τα κατάφερε. Η περίπτωση Τραμπ, πέρα από ένα εξωφρενικό ιστορικό παράδοξο, είναι και μια ζοφερή υπενθύμιση: καμία δημοκρατία δεν επιβιώνει δίχως την ενεργή υπεράσπιση των θεσμών από τους πολίτες της.