Τότε από τ’ άλλο μέρος φάνηκε αργά

βαδίζοντας να ‘ρχεται

Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο,

που σήκωνε το δάχτυλο

κι ώρες ανατρίχιαζαν

στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων

Οδυσσέας Ελύτης, Το Αξιον Εστί. Ανάγνωσμα Τέταρτο. Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες

Τα μεγάφωνα καλούσαν τους κατοίκους στην πλατεία. Ο ήχος εκτοξευόταν από τα στρατιωτικά οχήματα και καταλάμβανε όλα τα μήκη και πλάτη της φτωχικής συνοικίας. Τα πλήθη δεν διέθεταν δεύτερη επιλογή, και υπακούοντας στην επιτακτική πρόσκληση, ξεγλιστρούσαν μέσα από την ομίχλη και συγκεντρώνονταν στο αίθριο της εκκλησίας. Ο μαυρισμένος ουρανός έμοιαζε να αντανακλάται στα πρόσωπά τους και στις βρεγμένες πέτρες της αλάνας, απ’ όπου τα παιχνίδια και οι χαρούμενες εκδηλώσεις φάνταζαν άυλα μνημεία μιας άλλης εποχής. Οι γάμοι στην εκκλησία της πλατείας γίνονταν εθιμοτυπικά και αναπαριστούσαν ένα τελετουργικό άχαρης χαράς. Αρκετοί από τους γαμπρούς είχαν επιστρέψει από το Αλβανικό Μέτωπο, με τα ακρωτηριασμένα πόδια τους να αποτελούν απτή απόδειξη της πολύμηνης απουσίας. Το περιεχόμενο της τελετής ξεχώριζε μόνο από το λευκό φόρεμα της νύφης, που έκρυβε κάτω από τη λευκότητά του μια αίσθηση πένθους. Δεν είχαν περάσει ούτε δύο χρόνια από την επιστροφή του Ιάσονα από το μέτωπο και λίγους μήνες αργότερα παντρευόταν εκείνη που τον φρόντιζε, καθηλωμένος σε μια ξύλινη καρέκλα. Υστερα από δύο χρόνια γερμανικής Κατοχής οι περισσότεροι πραγματοποιούσαν τις θρησκευτικές τελετές στην εσωτερική ασφάλεια του σπιτιού τους, μιας και τους εξωτερικούς χώρους είχε καταλάβει εσχάτως ο θάνατος.

Το πλήθος συνωστιζόταν μπροστά από τον χριστιανικό ναό αναμένοντας τον κλήρο. Η κληρωτίδα ωστόσο και η θεά τύχη δεν φαίνονταν ανεπηρέαστες απ’ τον ανθρώπινο παράγοντα καθώς, στο μακάβριο τελετουργικό, οι ψίθυροι και οι υποδείξεις κατείχαν σημαίνοντα ρόλο. Γερμανοί στρατιώτες και μερικοί ψεύτικοι τσολιάδες απέκλειαν κάθε πιθανή έξοδο από την αθηναϊκή συνοικία και παρέτασσαν τους συγκεντρωμένους με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζονται τα απαραίτητα μονοπάτια. Η θεά τύχη θα περιδιάβαινε ανάμεσά τους  και με μια απλή κίνηση του δείκτη θα υπεδείκνυε όσους δεν εξασφάλιζαν την εύνοιά της. Η μαύρη κουκούλα του Εξαρχου συμβόλιζε το χρίσμα της θεάς τύχης και άφηνε ακάλυπτα μόνο τα μάτια. Ο Ιάσονας κοίταζε κάτω από την τραγιάσκα τον Εξαρχο να βαδίζει προς το μέρος του και το αίμα του πάγωσε.

Ο πρώτος που υποδείχθηκε πρόλαβε να ψελλίσει πριν πέσει νεκρός τη φράση «Σε γνωρίζω». Δεν γνώριζε όμως τον Εξαρχο. Δεν θα μάθαινε ποτέ τον δήμιό του. Η μελωδικότητα της φωνής του παρέπεμπε αλλού, και ήταν εκείνη η μελωδικότητα που του στοίχισε τη ζωή με τόσο άμεσο και δραματικό τρόπο. Τα λόγια που δεν πρόλαβε να αρθρώσει ο νεκρός τα γνώριζαν όλοι. Ιδίως οι Ελληνες. Ο Εξαρχος και η συμμορία του δεν έτρεμαν την εναρκτήρια φράση «Σε γνωρίζω», αλλά την τελευταία λέξη των μελοποιημένων στίχων του επτανήσιου ποιητή. Οι επόμενοι στέκονταν πετρωμένοι μπροστά στο θέαμα του νεκρού και δεν αντέτειναν το παραμικρό.

Το βάδισμα του Εξαρχου σταμάτησε ταυτόχρονα με την αναπνοή του Ιάσονα. Το άδειο χέρι του κουκουλοφόρου άρχισε να υψώνεται αργά, σαν να κρατούσε ένα απασφαλισμένο περίστροφο. Το χέρι του Εξαρχου έφτασε στο ύψος των ώμων του και στόχευσε ανάμεσα στον Ιάσονα και έναν έφηβο. Ο Ιάσονας κοίταξε σπασμωδικά τον Εξαρχο και το παιδί που στεκόταν στα δεξιά του. Δεν περίμενε τον οίκτο του μασκοφόρου αλλά τον θάνατο του έφηβου. Εβλεπε τον κυρτωμένο από τον τρόμο νεαρό και ευχόταν τον θάνατό του σαν να τους ένωνε μια πολύχρονη βεντέτα. Οι ταγματασφαλίτες και οι άντρες των Ες Ες κοίταξαν ο ένας τον άλλο χωρίς να ξέρουν αν έπρεπε να αρπάξουν τον Ιάσονα ή το παιδί. Ο Εξαρχος μετακίνησε το υψωμένο χέρι μόλις μερικά εκατοστά. Ο νεαρός έπεσε με τα γόνατα στην πλακόστρωτη πλατεία και άρπαξε τα πόδια του Εξαρχου, βγάζοντας δάκρυα και πνιχτές κραυγές. Τα ουρλιαχτά και οι λυγμοί του φάνταζαν τόσο κωμικά που έμελλε να στοιχειώσουν τους επιζήσαντες εφ’ όρου ζωής. Ο Ελληνας με το σβησμένο πρόσωπο προσπάθησε να απαλλαγεί μάταια από το αγκάλιασμα των ποδιών του και τις ενοχλητικές ικεσίες. Ενας πυροβολισμός άπλωσε τη σιγή στο κατάμεστο προαύλιο της εκκλησίας.

Το σώμα του παιδιού συσπάστηκε για λίγο και ύστερα έγινε ένα με το βρεγμένο χώμα. Η κουκούλα του Εξαρχου ήταν πλέον στο κεφάλι του Ιάσονα, που κατέδιδε και με τα δυο του χέρια το νεκρό παιδί. Οι φλέβες στον λαιμό του πάλλονταν αλλά το στόμα του παρέμενε κλειστό. Ούρλιαζε με ανακούφιση τον χαμό του πλησίον του χωρίς να βγάζει άχνα. Η χαμένη ενηλικίωση του παιδιού βυθίστηκε στην ψυχή του Ιάσονα, που ένιωσε την αρχή και το νόημα της ζωής. Οι άνθρωποι στέκονταν στην κορυφή ενός γκρεμού, χωρίς αισθήσεις και σε πλήρη ακινησία. Μια άγνωστη δύναμη έσπρωχνε τον καθένα στη σκοτεινή άβυσσο. Ο αέρας απ’ την πτώση έμπαινε στα άψυχα κορμιά και τους έδινε ζωή, βιώματα και αισθήσεις. Ολοι ήταν γραφτό να τσακιστούν σε μία από τις ανισοϋψείς επιφάνειες του γκρεμού και να συναντήσουν τον θάνατο. Κάθε ζωή ήταν η διάρκεια μιας πτώσης, όπου οι σκέψεις, οι πράξεις και τα συναισθήματα λύγιζαν υπό το βάρος των ενστίκτων και χάνονταν στο σκοτάδι του βαράθρου.