Αφησε εποχή και συγκλόνισε με την ταινία «Αγγελος» και με το «Ρεμπέτικο». Υπήρξε μοντέλο του Χέλμουτ Νιούτον, μουσικός και παραγωγός στο Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι. Ατυπα έγινε διπλωμάτης στο Αφγανιστάν ενώ σήμερα παραμένει πολίτης του κόσμου και διπλωμάτης γεύσης, αφού πηγαινοέρχεται Αθήνα – Πύργο – Πεκίνο. Η ζωή του Μιχάλη Μανιάτη είναι μυθιστορηματική και οι μεταμορφώσεις του θυμίζουν David Bowie. Με τη βασική λεπτομέρεια πως όσα κάνει τα διατρέχει η φιλοσοφία τού «δεν κάνω ποτέ στον άλλον αυτό που δεν θέλω να κάνουν σ’ εμένα. Ο πολυσχιδής καλλιτέχνης μιλάει εφ’ όλης της ύλης στα «ΝΕΑ», αν και είναι δύσκολο σε μια συνέντευξη να διασωθούν όλες οι ψηφίδες της ζωής του.

Χρόνια τώρα ασχολείστε με τη μαγειρική ενώ τον τελευταίο καιρό πάτε συχνά στην Κίνα. Πώς προέκυψε;

Οπως όλα. Από τύχη. Δεν κυνήγησα ποτέ κάτι στη ζωή μου. Είμαι κάποιος που γίνεται αυτό που πρέπει να κάνει παραμένοντας αυτό που είναι πάντα. Μικρός έλεγα πως θα γίνω μάγειρας στα καράβια. Μέχρι τα 66 μου η ζωή μου είναι ταξίδια και όλο κάτι μαγείρευα. Πάμε στον τωρινό μου ρόλο. Με τη μαγειρική εγώ έκανα εκπομπές και μαγαζιά.

Πού;

Στην ΕΡΤ, παλιότερα, με τον Δημήτρη Ποταμιάνο. Λεγόταν «Η τέχνη της μαγειρικής». Εκλαϊκεύαμε δύο τέχνες, κάθε Κυριακή, πριν από το ποδόσφαιρο: κρασί και φαγητό. Μετά ξαναέκανα. Το όνειρό μου ήταν να κάνω μια σειρά προϊόντων με το όνομά μου, ένα είδος brand.

Η Κίνα;

Πριν από ενάμιση χρόνο ήμουν πολύ down. Ανάμεσα στους ρόλους που αλλάζω στη ζωή μου πέφτω σε μελαγχολία βαθιά. Απομονώνομαι. Ηλθαν κάτι φίλοι από την Κίνα. Πήγα να το ξεκινήσω – αυτό με τα προϊόντα – στην Ηλεία, αλλά ήλθε η κρίση. Για να ανέβεις λίγο, μου λένε, μήπως θέλεις να ασχοληθείς με έναν μεγάλο ξενοδοχειακό όμιλο στην Κίνα; Σαν να πέταξαν ένα παιδί σε παιδότοπο. Κάνω έρευνα αγοράς και βρίσκω πως στο Πεκίνο έχει δύο άθλια ελληνικά εστιατόρια. Ξεκίνησα με το εστιατόριο του ξενοδοχείου. Εκπαίδευσα τους σεφ και βάλαμε και ένα παραδοσιακό ελληνικό μενού. Ολο το ξενοδοχείο είναι μια διαφήμιση για την Ελλάδα. Εγινε και πέτυχε.

Γίνατε ένα είδος διπλωμάτη γεύσεων;

Δεν είναι τι δήλωσα εγώ, έτσι με αναφέρουν. Στη συνείδηση του κόσμου «ο θείος Μιχάλης» είναι αυτός που μας μαθαίνει την ελληνική κουζίνα. Γέμισε το Πεκίνο με αφίσες. Αυτό, άθελά μου, είχε προσωπικό όφελος για μένα – με πλησιάζουν διάφοροι και κάνουν προτάσεις. Παράλληλα στα εγκαίνια είχα φτιάξει 100 βαζάκια με τη σάλτσα μου που σφραγίστηκε με την κινεζική σφραγίδα μου. Αρχίζουν οι προσφορές! Παράλληλα με έναν δικηγόρο έφτιαξα το κινεζικό λόγκο μου με τίτλο «Μι Σου» (Ο θείος Μιχάλης). Αρχισαν να με κυνηγάνε funds, πλατφόρμες. Οταν έρχεται κάποιος και σου λέει έχω 300.000 σουπερμάρκετ και θέλω ένα σταντ σου εκεί… πώς αντιμετωπίζεται αυτό;

Η Κίνα είναι το μέλλον;

Ναι, θα καταφέρει αυτό που δεν έκανε η Αμερική. Δεν καταστρέφουν μια χώρα και μετά εμφανίζονται να την ανοικοδομήσουν. Κατακτούν αλλιώς.

Αμερική είπατε και επεμβάσεις. Μου φέρατε στον νου το Αφγανιστάν και τη ζωή σας εκεί.

Υπήρξα σύμβουλος αναπτυξιακής συνεργασίας όταν ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν υπουργός Εξωτερικών. Με διάλεξαν λόγω πείρας. Ως επικεφαλής παλιότερα, στα 90s, του Ευρωπαϊκού Κέντρου για το Παιδί και τα ΜΜΕ που είχε αγκαλιάσει η Κομισιόν και το ΙΟΜ, διαχειριστήκαμε τεράστια προγράμματα εκπαίδευσης. Η Ελλάδα έφτασε να ηγείται στον ευρωπαϊκό χώρο με εμένα και την Αθηνά Ρικάκη (μαμά της Λουκίας). Παράλληλα είχα χτίσει δίκτυα συνεργασιών σε πολλές χώρες. Με μια βαλίτσα στο χέρι ήμουν.

Και πώς βρεθήκατε στο Αφγανιστάν;

Οταν χρειάστηκε η Ελλάδα να στείλει μια αποστολή του ΥΠΕΞ. Είχαν πληροφορίες για χιλιάδες εγκλωβισμένους πρόσφυγες σε μια νεκρά ζώνη, μια no man’s land, μια περιοχή με παράνομη διακίνηση όπλων, με εργοστάσια οπλισμού, μεταξύ Αφγανιστάν και Πακιστάν. Είχαν πέσει οι Δίδυμοι Πύργοι, άρχισαν οι Αφγανοί να φεύγουν από χωριά. Τυχαία, βρέθηκα με κάποιους και είπα «πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» – ξαφνικά πάω ως εθελοντής στο Πακιστάν και ειδικότερα στην Κουέτα.

Δηλαδή πού;

Μα στα όρια πριν ξεκινήσει η νεκρά ζώνη. Χάρη σε επαφές μου είχαμε προστασία, οργανώσαμε κομβόι για να επισκεφθούμε τις περιοχές και να δούμε τι ανάγκες υπήρχαν και να βοηθήσουμε.

Τι είδους βοήθεια;

Να φτιάξουμε μια κούτα με χειμερινό ρουχισμό, ερχόταν χειμώνας. Κάθε ευρωπαϊκή χώρα ανέλαβε κάτι. Η Ελλάδα θα ξόδευε πέντε εκατομμύρια για έργα πολιτισμού με αρχή την ανασυγκρότηση του Μουσείου της Καμπούλ. Εστειλαν εμένα για πέντε χρόνια.

Πόσο μείνατε;

Δυόμισι χρόνια, στην Καμπούλ. Ανεπανάληπτη εμπειρία. Ζούσα εκεί όπου γεννιόταν η Ιστορία. Αν έχεις διαβάσει τι έγινε μετά την Ελληνική Επανάσταση… εθνοσυνελεύσεις, εμφύλιοι, βαρόνοι.

Οι Ταλιμπάν;

Ηταν μια ομάδα 20 – 40 χιλιάδων εθνικοτήτων, εγκληματιών. Μια συμμορία.

Συγγνώμη, δεν κινδυνεύατε;

Πολύ. Ξέρεις ποιοι πεθαίνουν στον πόλεμο; Οσοι φοβούνται πως θα πεθάνουν… Μόλις φτάσαμε εκεί, πήγαμε στο ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ που είχε ακόμη τρύπες από βόμβες. Είχα μόνο δορυφορικό τηλέφωνο για δύο – τρεις ώρες την ημέρα και έπρεπε να πάω σε στρατιωτικό κατάλυμα και από εκεί να στέλνω τις αναφορές μου στην Ελλάδα. Είχα φέρει μια ομάδα δημοσιογράφων. Εμεναν σπίτι μου, είχα άλλο σπίτι τότε. Δίπλα στην αμερικανική πρεσβεία. Ερχεται κάποιος και μου λέει μια πληροφορία ότι θα πέσουν ρουκέτες. Δύο μέρες μετά, πέρασε μια ρουκέτα ξυστά από το σπίτι μου. Μια άλλη μέρα πήγαινα με το αυτοκίνητό μου στο γιαπί του μουσείου. Με σταματάει ένας γέρος. Πάω να του δώσω κάτι, με αναγνωρίζει, με ρωτάει «Γιουνάν;», μου λέει «Φύγε!». Από πίσω μου ερχόταν ένα αυτοκίνητο του γερμανικού στρατού και ο γέρος ανατινάζεται.

Τι δουλειά κάνατε εκεί;

Επαφές. Καταφέραμε πέρα από αυτό που είχε υποσχεθεί η χώρα μας και με τεράστια βοήθεια του Βαγγέλη Βενιζέλου να φτιάξουμε την Πινακοθήκη αλλά και Κέντρο Μουσικής.

Με την Μπεναζίρ Μπούτο πώς μπλέκεστε; Πιο πίσω πάμε λίγο, στα 90s.

Ημουν σε έναν φορέα που συνεργάστηκε με την Μπούτο όσο ήταν εξόριστη, μου είχε μια συμπάθεια. Με μάγευε σε αυτήν πως, ενώ ήταν μια γυναίκα που θα μπορούσε να είναι βασίλισσα, νοιαζόταν για τον κόσμο.

Πώς βοηθήσατε;

Υπήρχε ένας οργανισμός που βοηθούσε, εθελοντικά κι εγώ. Βοήθησα στο κομμάτι της επικοινωνίας, να μάθει ο κόσμος τι γίνεται στο Πακιστάν. Στα 90s αυτά, παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο. Στη ζωή μου δεν θέλω πολλά: έναν χώρο, ένα αυτοκίνητο, τίποτε άλλο. Ακόμη κι όταν έβγαζα λεφτά.

Πότε βγάζατε λεφτά, αλήθεια;

Στα 70s, από τότε που με ανακάλυψε ο Χέλμουτ Νιούτον ως μοντέλο.

Πώς σας ανακάλυψε ο Νιούτον;

Ηταν η εκπνοή της χούντας. Εγώ έχω πάει στο κολέγιο Deree και σπουδάζω Κοινωνιολογία, Ψυχολογία. Στο δεύτερο έτος, ο αδελφός μου ο Γιώργος ήταν φωτογράφος, εκείνη την εποχή γεννιόταν το μόντελινγκ, το ’72. Τότε ο Ζολώτας παίρνει έναν διάσημο γλύπτη να κάνει κοσμήματα ανδρικά. Ζητούν από τον αδελφό μου φωτoγράφιση αλλά όχι με μοντέλα. Δεν είχαν άνδρα. Η Μαρία Παπαστάμου, διευθύνουσα σύμβουλος του Ζολώτα, είχε την ιδέα για μένα. Γίνεται μια πολύ απλή φωτογράφιση. Η σειρά φωτογραφιών μπήκε στο μαγαζί. Αποφασίζει η «Vogue» να στείλει τον Νιούτον για editorial στην Ελλάδα με τη γαλλίδα ηθοποιό Ζούζου – ανερχόμενο αστέρι του γαλλικού σινεμά. Ερχεται η Μαίρη Ράσελ, κεντρική editor για ρεπεράζ με τον Νιούτον. Βλέπουν τις φωτογραφίες στου Ζολώτα.

Με καλεί η Παπαστάμου να πάω στο μαγαζί και βλέπω έναν περίεργο γέρο να με κοιτάζει. Με ρώτησαν αν δεχόμουν να φωτογραφισθώ με 13.000 δραχμές την μέρα! Βρίσκομαι εγώ για δύο εβδομάδες με όλους αυτούς, μας φωτογραφίζει σε Ακρόπολη, Αστέρα, Μύκονο, με μαγιό, με κοσμήματα και γινόμαστε φίλοι! Σπούδαζα μουσική παράλληλα, τέλειωσα το ωδείο και έγραψα τότε περίπου μουσική για μια ταινία παραγωγής του Τζέιμς Πάρις που λεγόταν «Ο γιος μου ο Στέφανος» με την Κάτια Δανδουλάκη και τον Χρήστο Πολίτη. Βγαίνει η αμερικανική «Vogue», είχε σαλόνι πορτρέτο, εμένα και τη Ζούζου.

Η ταινία «Αγγελος» πώς ήλθε;

Από σύμπτωση, όπως με ανακάλυψε ο Νιούτον, όπως βρέθηκα στην Κίνα, στο Αφγανιστάν. Δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός ποτέ. Πεθαίνει ο πατέρας μου ξαφνικά. Είχε θέατρα και κινηματογράφους και μηχανές προβολής. Εγώ ναι μεν είχα κάποια λεφτά, η οικογένειά μου όμως βρέθηκε στο τίποτα. Επρεπε να δουλέψω. Δεν μπορούσα να συνεχίσω την ανέμελη ζωή. Τότε δημιουργήθηκε το Τρίτο Πρόγραμμα και ο Μάνος Χατζιδάκις έφτιαχνε ένα think tank με άγνωστα νέα παιδιά.

Κάνατε ραδιόφωνο;

Με εμπιστεύθηκε και έκανα «Το μικρόφωνο στο θέατρο», παραποίηση της θρυλικής εκπομπής του Αχιλλέα Μαμάκη «Το θέατρο στο μικρόφωνο». Εκανα συνεντεύξεις, έκανα και παγκόσμιο θέατρο, επειδή ταξίδευα. Τότε αναβίωσαν οι σχέσεις μου με κόσμο στο Παρίσι. Αρχίζω και γίνομαι executive producer για γαλλικά προϊόντα, εκεί και ο φίλος μου Λάκης Βλαβιανός, από τους Aphrodite’s Child. Μαζί κάναμε μια εταιρεία ανεξάρτητων παραγωγών, την Avrep. Τότε τα παρατάω όλα λίγο και έρχομαι στην Υδρα. Πετυχαίνω μια μέρα τη Μαργαρίτα Καραπάνου, έγραφε τότε τον «Υπνοβάτη». Ελα για ένα καφεδάκι σπίτι μου. Πάω και εκεί είναι κάποιος Γιώργος Κατακουζηνός. Λέει ότι είναι σκηνοθέτης, ζει Παρίσι. Μένω τρεις μήνες. Μετά έρχομαι στην Αθήνα. Χτυπάει το τηλέφωνο του σπιτιού μας. Ηταν αυτός. Μου προτείνει να στήσουμε την παραγωγή της ταινίας που θέλει να κάνει για την υπόθεση του Χρήστου Ρούσσου. Στο Παρίσι είχα φίλη, μια γιαπωνέζα δημοσιογράφο. Μέσω αυτής βρίσκομαι στο Τόκιο, για λίγο, αφού είχα μια ιδέα να ανέβει από μια ομάδα η «Μαντάμα Μπατερφλάι» σε θεατρικό, στο θέατρο Ταχαραζούκα. Σπάει ταμεία. Βγάζω τότε 1.500 δολάρια την εβδομάδα, κάθομαι εννέα μήνες. Κάνω κι έναν δίσκο με τη Σούζι Γουόνγκ. Μαζεύω 2 – 2,5 εκατ. και αρχίζουμε να δουλεύουμε την ταινία!

Σας ιντριγκάρισε;

Ναι, το θέμα – ότι ένα παιδί είναι ισόβια, με πολλά ελαφρυντικά. Μελέτησα τη δικογραφία, το είδα σαν ένα case study. Οτι κάποια στιγμή αγαπάς κάποιον τόσο που όταν σε προδώσει ή σκοτώνεις ή σκοτώνεσαι. Εχουμε βρει ηθοποιούς – Αλκαίου, Χέλμη, Ξανθό – και δεν έχουμε ηθοποιό να παίξει τον Αγγελο. Κανένας δεν δέχεται να παίξει. Με κοιτάζει με τα βλοσυρά του μάτια μια μέρα ο Κατακουζηνός: Βρε Μιχάλη, είσαι τόσο όμορφος, έξυπνος, ευαίσθητος, εσύ θα παίξεις τον Αγγελο. Ηδη είχαμε συμφωνία με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, μια φίλη εφοπλιστίνα είχε βάλει 1,5 εκατομμύριο, είχα μαζέψει τα χρήματα για την ταινία, αποφασίζω να παίξω. Συνεννοούμαι για τάιμ άουτ και σπάει ο διάβολος το ποδάρι του…

Γιατί;

Ερχεται μια μεγάλη αμερικανική παραγωγή στην Ελλάδα: «Ο Πέτρος και ο Παύλος». Παίζει ο Αντονι Χόπκινς τον Παύλο κι εγώ διεκδικώ να εργαστώ ως stand-in. Γίναμε φίλοι από την πρώτη μέρα. Του εξήγησα γιατί είχα πάει και αρχίζει να με εκπαιδεύει κάθε μέρα. Ταυτόχρονα εκπαιδεύομαι με χορογράφο πώς να περπατάω με τακούνια. Ο Βαλιανάτος μού κάνει training γυμναστικής. Κάνω ορθοφωνία. Παίζω. Η ταινία περνάει προκριματικά για Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Στην πρεμιέρα δεν είχατε αντιδράσεις;

Τότε στο Φεστιβάλ επικρατούσε κανιβαλισμός, όλοι νόμιζαν πως στην προβολή του «Αγγελου» θα γινόταν χαμός – ήταν, μην ξεχνάς, 1982. Πάω μόνος, με τη φίλη μου Αντιγόνη Αμανίτου. Τελειώνει και δεν έχει ακουστεί κιχ, όπως μαυρίζει η οθόνη, αρχίζει ένα χειροκρότημα που δεν έχει ξαναγίνει.

Η ταινία βραβεύθηκε. Τι αντιδράσεις

υπήρξαν;

Εξι χιλιάδες γράμματα την εβδομάδα πήγαιναν σε γραφείο διανομής. Διανομείς ήταν οι Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης. Νονός μου ο Δαμασκηνός. Είχε βάλει 2,5 εκατ. στην παραγωγή. Τη βγάζει 8 Νοεμβρίου, σπάει ταμεία. Πρέπει όμως να την κατεβάσει γιατί έχει κλείσει τον «ΕΤ τον Εξωγήινο». Γίνομαι πολύ γνωστός. Αρχίζουν όμως οι παραθρησκευτικές οργανώσεις να απειλούν. Η ταινία πάει στο εξωτερικό στο φεστιβάλ Σικάγου και μετά στο Λος Αντζελες, μπαίνει στο σπίτι μου φρουρά.

Με τον Χρήστο Ρούσσο συναντηθήκατε;

Δεν κάναμε τη ζωή του Ρούσσου. Οταν βγήκε η ταινία μάς κάνει ασφαλιστικά ο Χρήστος και μας αναγκάζει στην ταινία να βάλουμε καρέ πως δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Αρχίζουμε τότε αλληλογραφία. Αυτός ήταν φυλακή αλλά είχε εικόνα του θριάμβου.

Πώς ήλθε η απεργία πείνας του;

Κάνει νομικές διαδικασίες για να σπάσουν τα ισόβια, την αίτησή του προς τον Σαρτζετάκη. Ο Πρόεδρος τότε βγάζει γνωμάτευση γιατί δεν την αποδέχεται. Ξεκινάει απεργία πείνας. Περνούν εβδομάδες, είναι ετοιμοθάνατος, φουντώνει και κίνημα αλληλεγγύης. Με παίρνει ο Θανάσης Τσούρας, τότε στο Δημόσιας Τάξης. Μου λέει «Θα πέσει η κυβέρνηση, πήγαινε και πείσε τον να σταματήσει και θα βρούμε μια λύση». Πάω βράδυ στον Κορυδαλλό με υπηρεσιακό. Μου φέρνουν τον Χρήστο σε αναπηρική με κουβέρτες, είναι αποστεωμένος. «Ξέρω γιατί ήλθες, σε παρακαλώ, δεν μπορώ να συνεχίσω να είμαι φυλακή, πρέπει να ξέρω κάποια μέρα πως θα βγω». Με έχουν πάρει τηλέφωνο δε η Λιλή Ζωγράφου, ο Πάμπλο, ο Βότσης, ο Βαλιανάτος, η γυναίκα μου Μανουέλα Παπατάκη και μου λένε: «Αύριο πρωί όλοι Προπύλαια». Στήνουμε σκηνές, αρχίζουμε απεργία πείνας και στέλνουμε τηλεγραφήματα έξω. Τους έδωσα επαφή με τον Τεντ Κένεντι και αυτός έστειλε μήνυμα. Ηξερα επίσης τον Τρεντινιάν, είχε παίξει τον Σαρτζετάκη στο «Ζ», έστειλε και αυτός επιστολή. Τότε δέχομαι τηλεφώνημα από το γραφείο του Καραμανλή: «Μιχάλη, δώστε τόπο στην οργή. Ηδη στείλαμε άνθρωπο στον Ρούσσο, σταματήστε το».

Γιατί ενδιαφέρθηκε ο Καραμανλής;

Είχε ήδη γίνει ντιλ Καραμανλή και ΠΑΣΟΚ για την Προεδρία της Δημοκρατίας.

Μετά; Ηλθε το «Ρεμπέτικο» βέβαια στην

καριέρα σας.

H αδελφή μου τότε διάβαζε ένα σενάριο που ήταν του Κώστα Φέρρη. Τον Κώστα τον ήξερα από τη Μύκονο, εποχή χίπις. Θέλει να το κάνει ταινία, κανένας δεν του δίνει λεφτά γιατί είναι μεγάλη παραγωγή. Παθαίνω πλάκα με τον χαρακτήρα του Γιωργάκη. Λέω αυτός είμαι. Του Κώστα τού έλειπαν 30 εκατ. Δεν ήταν «Αγγελος» που την κάναμε με 8,5 εκατ. Ντύνομαι Γιωργάκης, από το βεστιάριο της αδελφής μου. Πάω στο σπίτι του Φέρρη, ζει τότε με τη Σωτηρία Λεονάρδου. Οπως βγαίνει η Σωτηρία με βλέπει και λέει: «Ο Γιωργάκης!». Επιστρέφω στον νονό μου, του λέω για το «Ρεμπέτικο». «Ωραία ιδέα! Εβγαλα 25 από τον «Αγγελο», να βάλω και άλλα πέντε». Και μου μιλάει για το ποσό που ακριβώς λείπει! The rest is history.

Η φιλοσοφία σας ποια είναι;

Μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θέλεις να κάνουν σ’ εσένα. Και η έλλειψη φόβου. Απλά να ξέρεις ότι το απόσταγμα της ύπαρξής μου είναι ότι πάντα ήμουν ένα τίποτα που προσπαθούσε να γίνει κάτι και απολάμβανα τη διαδρομή της προσπάθειας που κατάφερνα να γίνω ένα ωφέλιμο τίποτα.