Δεν είναι σύνηθες να γράφεται για κάποιον ότι «δεσπόζει πάνω από την πόλη σαν τον ουρανοξύστη του». Οπως δεν είναι σύνηθες να βγάζει κάποιος από την τσέπη του 190 εκατ. δολάρια για να αγοράσει ένα από τα πιο εμβληματικά περιοδικά της Αμερικής. Εκτός εάν ο κάποιος που δεσπόζει πάνω από το Σαν Φρανσίσκο είναι ίδιος με τον κάποιον που αγόρασε το περιοδικό «TIME». Εκτός, δηλαδή, εάν μιλάμε για τον Μαρκ Μπένιοφ.

Οι πρώτες πληροφορίες που δίνουν οι «New York Times» γι’ αυτόν τον ιδιαίτερο κάποιο είναι εξίσου ιδιαίτερες. Ο ύψους 326 μέτρων ουρανοξύστης του, ας πούμε, είναι ο δεύτερος υψηλότερος δυτικά του Μισισιπή. Ο ίδιος ανταγωνίζεται (για τα ανθρώπινα μέτρα) τον ουρανοξύστη του: το ύψος του φτάνει τα δύο μέτρα, το βάρος του ξεπερνά τα 130 κιλά. Η εταιρεία λογισμικού που τον έκανε πάμπλουτο είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης στην πόλη. Κι αυτός ένας μεγιστάνας που ξεκίνησε στα 17 του να πουλάει παιχνίδια για τη θρυλική παιχνιδομηχανή Atari και πριν από λίγες ημέρες άλλαξε πίστα για να κάνει δικό του μαζί με τη γυναίκα του, τη Λιν, το «TIME».

Η Λιν προτίμησε να μη μιλήσει στα μέσα ενημέρωσης. Αλλά ο Μαρκ εμφανίστηκε λαλίστατος. Ενδεχομένως να μην μπορούσε να γίνει διαφορετικά για κάτι που θα έμοιαζε αδιανόητο σε γενιές και γενιές εκδοτών του «TIME»: να αποκτήσει ένας Δυτικός ένα από τα εμβλήματα της δημοσιογραφίας της Ανατολικής Ακτής. Ακόμη και ο ίδιος δείχνει έκπληκτος: «Δεν είχα αντιληφθεί έως και πριν από δύο εβδομάδες ότι θα αγόραζα το «TIME»» θα έλεγε στους «New York Times» μόλις λίγες ώρες μετά την εξαγορά του περιοδικού. Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας που μίλησε μαζί του δεν παρέλειψε να ενημερώσει το κοινό του ότι την ίδια ώρα ο νέος ιδιοκτήτης του «TIME» απολάμβανε ένα μασάζ.

Αν ήρθε σε κάτι δεύτερος ο Μπένιοφ, αυτό είναι στη «σύζευξη» του ψηφιακού κόσμου με τον παραδοσιακό Τύπο – στις αρχές του 2000 το «TIME» έχει περιέλθει στην κατοχή ενός πιονιέρου του Διαδικτύου, της AOL, αντί 165 εκατ. δολαρίων. Το όραμα εκείνη τη φορά αποδείχθηκε εφιάλτης. Ο Μπένιοφ ασφαλώς δεν πήρε το «TIME» για να επαναλάβει την ιστορία είτε ως φάρσα είτε ως τραγωδία.

Στα 54 χρόνια του και με περιουσία που εκτιμάται στα 6,7 δισ. δολάρια δεν φιλοδοξεί εξάλλου να κάνει τον δημοσιογράφο. Στο περιοδικό, λέει, δεν θα έχει καμία εμπλοκή ως εκδότης. Η εκδοτική πολιτική, με άλλα λόγια, δεν θα είναι δική του δουλειά. Και για μια σειρά από ζητήματα – από το μάρκετινγκ και τις εγγραφές συνδρομητών έως την αγορά του χαρτιού και την εκτύπωση – την ευθύνη θα έχουν οι άνθρωποι της Meredith, της εταιρείας από την οποία αγόρασε το περιοδικό.

Θα τα καταφέρει; «Ο Μαρκ Μπένιοφ είναι ο τύπος που θέλει να πετυχαίνει με ό,τι καταπιάνεται» διαβεβαιώνει ο Φιλ Μπρόνσταϊν, παλιά καραβάνα των εκδοτικών πραγμάτων στο Σαν Φρανσίσκο. Ο ίδιος ο Μπένιοφ είναι γέννημα-θρέμμα του Σαν Φρανσίσκο. Ο παππούς του βοήθησε να αποκτήσει η πόλη το σιδηροδρομικό δίκτυο που της αξίζει και ο πατέρας του είχε αλυσίδα με καταστήματα ρούχων. Ο ίδιος, παιδί της εποχής του, ακολούθησε τον δικό του δρόμο: από έφηβος άρχισε να ασχολείται με τον κόσμο των λογισμικών, ενώ η δεκαετία του ’80 τον βρίσκει στην Apple.

Τα φτερά του, ωστόσο, θα τα ανοίξει στην Oracle όπου θα γνωρίσει ένα από τα δυνατά μυαλά της Σίλικον Βάλεϊ, τον Λάρι Ελισον. Ο Ελισον θα γίνει ο μέντοράς του.

Το 1999 ο Μαρκ θα φτιάξει τη δική του start up – φυσικά σε ένα διαμέρισμα, όπως ας πούμε οι ιδρυτές της Google έφτιαξαν τη δική τους σε ένα γκαράζ. Το όνομά της είναι Salesforce και, αντίθετα από τις άλλες εταιρείες λογισμικών, το υλικό των οποίων πρέπει να εγκατασταθεί στον υπολογιστή με CD, εκείνη κάνει την ίδια δουλειά μέσω του Διαδικτύου. Είναι μια επιλογή μειωμένου κόστος που επιπλέον δεν ζητεί την εμπλοκή του πελάτη. Και πετυχαίνει παρά το ρίσκο: το Διαδίκτυο τότε δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα.

Το τέλος της συνεργασίας με την Oracle ήρθε φυσιολογικά για κάποιον που διακατεχόταν από ένα «συνεχές συναίσθημα πως κάτι του έλειπε». Του έλειπαν ασφαλώς τα 6,9 δισ. δολάρια, ο ουρανοξύστης του. Αλλά του έλειπε και το είδος της φιλανθρωπίας στο οποίο αφιερώθηκε: ο Μαρκ Μπένιοφ έχει προσφέρει περισσότερα από 200 εκατ. δολάρια σε νοσοκομεία της πόλης του, ενώ άλλα 100 εκατ. πήγαν στην εκπαίδευση, χάρις στα οποία πολλά σχολεία μπόρεσαν να εισαγάγουν το μάθημα της Πληροφορικής, αλλά και να μειώσουν τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη με την πρόσληψη επιπλέον εκπαιδευτικών.

Κατά τ’ άλλα, αυτός ο εβραϊκής καταγωγής μεγιστάνας της Δυτικής Ακτής δεν είναι τόσο επιδεικτικός όσο ο μέντοράς του και συλλέκτης πανάκριβων αυτοκινήτων, επαύλεων και γιοτ. Εχει βέβαια κάμποσα σπίτια στο Σαν Φρανσίσκο, μια τεράστια έπαυλη στη Χαβάη και τη δυνατότητα να διοργανώνει ιδιωτικά κοντσέρτα με τους αγαπημένους του τραγουδιστές – ο Στίβι Γουόντερ είναι ένας από αυτούς. Πολιτικά, πάλι, δεν είναι ακριβώς ο «συνάδελφος» που θα εκτιμούσε ένας άλλος μεγιστάνας, ο Ντόναλντ Τραμπ. Στο παρελθόν έχει συγκρουστεί με τον τότε κυβερνήτη της Ατλάντα και σημερινό αντιπρόεδρο Μάικ Πενς με αφορμή τις θέσεις του τελευταίου για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Και στις προεδρικές εκλογές στήριξε με όλες του τις δυνάμεις τη Χίλαρι Κλίντον.