Δέκα χρόνια πέρασαν μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης με αποκορύφωμα τη χρεοκοπία της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008. Από τότε μέχρι σήμερα έγιναν πολλές πετυχημένες προσπάθειες για να στηριχθεί η παγκόσμια οικονομία. Οι προκλήσεις όμως παραμένουν, είτε επειδή δεν έχουν λυθεί πολλά προβλήματα είτε επειδή φαίνεται ότι ξεχάστηκαν ορισμένα μαθήματα της κρίσης.

Τα συνολικά επίπεδα χρέους σε όλο τον κόσμο είναι μεγαλύτερα από ποτέ, αφού σύμφωνα με τη McKinsey έχουν αυξηθεί από 97 τρισ. το 2007 σε 169 τρισ. δολάρια σήμερα.

Η μόχλευση στον τραπεζικό κλάδο είναι μικρότερη σε σύγκριση με το 2007-2008, αλλά τα πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού που εφαρμόστηκαν μετά την κρίση για να στηριχθεί η οικονομία οδήγησαν σε αύξηση της κερδοσκοπίας και της ανάληψης ρίσκου σε όλο τον χρηματοπιστωτικό κλάδο.

Την ίδια στιγμή η κρίση χρέους στην Ευρώπη, που ακολούθησε αμέσως μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, έχει δημιουργήσει σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα σε χώρες που μπήκαν σε Μνημόνια, όπως η Ελλάδα, αλλά και σε χώρες που γλίτωσαν στο παρά πέντε από αυτά όπως η Ιταλία, αφήνοντας βαθιές πληγές σε οικονομία και κοινωνία. Στην ευρωζώνη οι συζητήσεις για πιο στενή οικονομική συνεργασία καλά κρατούν, αλλά δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη τα αποφασιστικά βήματα διαμοιρασμού χρεών και κυρίως της τραπεζικής ενοποίησης.

Από τις ΗΠΑ μέχρι την Ευρώπη και την Αυστραλία, οι οικονομικές προκλήσεις και τα μεγάλα χρέη σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση των μεταναστευτικών ροών έχουν προκαλέσει αύξηση του λαϊκισμού με όλα τα προβλήματα που αυτό συνεπάγεται.

Ταυτόχρονα, με το κλείσιμο του κύκλου των χαμηλών επιτοκίων που έχει ξεκινήσει ήδη στις ΗΠΑ, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για φυγή κεφαλαίων από αναδυόμενες σε ανεπτυγμένες οικονομίες αυξάνοντας σημαντικά τις προκλήσεις για χώρες όπως η Τουρκία και η Αργεντινή, αλλά και για την Κίνα.

Ποιες χώρες έμαθαν τα περισσότερα και ποιες τα λιγότερα μαθήματα από την κρίση;

Η Τουρκία έμαθε τα λιγότερα μαθήματα από την κρίση της Lehman Brothers και η Ρωσία τα περισσότερα, σύμφωνα με έκθεση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD). «Για τις αναδυόμενες οικονομίες το βασικό μάθημα είναι ότι θα πρέπει μια χώρα να χτίσει χρηματοπιστωτικές αγορές με βάθος. Σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να εκδηλωθεί κρίση λόγω προβλημάτων σε κάποια άλλη χώρα που δημιουργεί σοκ χρηματοδότησης», σχολίασε ο επικεφαλής οικονομολόγος της EBRD, Σεργκέι Γκουριέφ.

Πρόκειται για μια ακόμη προειδοποίηση παρόμοια με αυτήν που έχει στείλει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών σε χώρες που όταν τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά συγκέντρωσαν πολύ υψηλά χρέη σε δολάριο.

Ο Γκουριέφ έκανε συγκεκριμένη αναφορά στην Τουρκία, λέγοντας ότι η χώρα έχει υψηλά χρέη σε δολάριο, έλλειψη ανεξαρτησίας στη λήψη αποφάσεων από την κεντρική τράπεζα, έλλειψη θέσπισης συγκεκριμένων στόχων για τον πληθωρισμό.

Αντίθετα η Ρωσία, όπως λέει ο ίδιος, έμαθε το μάθημά της και από την εποχή της Lehman κατόρθωσε να ισχυροποιήσει το εθνικό νόμισμα και να υιοθετήσει πιο αυστηρούς κανονισμούς για την εποπτεία των τραπεζών.

Είναι σήμερα οι τράπεζες σε καλύτερη κατάσταση από όσο ήταν όταν ξέσπασε η κρίση πριν από δέκα χρόνια;

Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα δυστυχώς μοιάζει σήμερα πολύ με αυτό που υπήρχε το 2007. Τεράστιοι κίνδυνοι είναι συγκεντρωμένοι στα χέρια πολύ λίγων και ευάλωτων τραπεζών, ενώ δεν υπάρχει πολιτική βούληση για να λυθούν προβλήματα που υπάρχουν, σχολίασε πριν από λίγες ημέρες στο κύριο άρθρο του το Bloomberg.

Ειδική αναφορά γίνεται στην Ευρώπη όπου οι τράπεζες έχουν καταφέρει να αποκρούσουν προτάσεις για την υιοθέτηση νέων κανονισμών, που θα τους επέβαλλαν να έχουν μεγαλύτερη κεφαλαιακή επάρκεια. Στις ΗΠΑ, το Κογκρέσο και ο ίδιος ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ πήραν πίσω ορισμένα στοιχεία της μεταρρύθμισης στον τραπεζικό κλάδο που είχαν υιοθετηθεί μετά την κρίση, το 2010. Πρόκειται για δικλίδες ασφαλείας που είχαν στόχο την προστασία καταναλωτών και τη δημιουργία συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης για προβλήματα στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Η μόχλευση ζει και βασιλεύει σε πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με στόχο την αύξηση των κερδών.

Επίσης, παρά το γεγονός ότι έχει γίνει μεγάλη πρόοδος για τις διαδικασίες που θα πρέπει να ακολουθηθούν όταν μια τράπεζα έχει προβλήματα, η κρίση δημιούργησε τελικά ακόμη μεγαλύτερες τράπεζες λόγων συγχωνεύσεων. Αυτό είναι εμφανές ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.

Πόσο μεγάλο πρόβλημα είναι τα χρέη που έχουν συγκεντρωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο;

Μέσα σε μια δεκαετία, το συνολικό χρέος σε παγκόσμιο επίπεδο – κρατικό, εταιρικό και χρέος των νοικοκυριών – έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 75%, σύμφωνα με στοιχεία της McKinsey που παρουσίασε η «Wall Street Journal». Ειδικότερα, το κρατικό χρέος έχει αυξηθεί από τα 29 στα 60 τρισ. δολάρια. Τα εταιρικά χρέη έχουν φτάσει τα 66 τρισ. δολάρια καταγράφοντας αύξηση κατά 78%.

Η ευρωζώνη κατάφερε να αντιμετωπίσει σε σημαντικό βαθμό τα τελευταία χρόνια τα προβλήματα των μεγάλων κρατικών χρεών. Ομως πολλές επιχειρήσεις και νοικοκυριά παραμένουν υπερχρεωμένα ειδικά σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα.

Πιο μεγάλα είναι τα προβλήματα σε αναδυόμενες οικονομίες και κυρίως στην Κίνα, στην Τουρκία και την Αργεντινή, για διαφορετικούς λόγους. Η Κίνα λόγω του μοντέλου ανάπτυξης που ακολούθησε είδε το εθνικό χρέος και κυρίως το χρέος νοικοκυριών και επιχειρήσεων να αυξάνεται γεωμετρικά. Η Τουρκία και η Αργεντινή βρίσκονται σε κλοιό καθώς πολλά χρέη στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα είναι συνδεδεμένα με την πορεία του δολαρίου. Αυτό έχει οδηγήσει σε βουτιά εθνικών νομισμάτων όπως η λίρα και το πέσο, προκαλώντας ντόμινο προβλημάτων στις εθνικές οικονομίες μέσω αύξησης του πληθωρισμού.

Τι έχει αλλάξει όσον αφορά την πολιτική των κεντρικών τραπεζών;

Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, οι κεντρικές τράπεζες με πρώτη και καλύτερη την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) ακολούθησαν μια άνευ προηγουμένου χαλαρή νομισματική πολιτική για να τονώσουν την οικονομία. Τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια του δολαρίου και του ευρώ σε συνδυασμό με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης από Fed, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Τράπεζα της Ιαπωνίας δημιούργησαν προϋποθέσεις για αύξηση του δανεισμού, των επενδύσεων, της ανάπτυξης και των τιμών των μετοχών. Τώρα όμως που η ανάπτυξη είναι μεγαλύτερη, οι κεντρικές τράπεζες με πρώτη τη Fed έχουν αρχίσει να ακολουθούν πιο περιοριστική νομισματική πολιτική. Αυτό έχει προκαλέσει μεγάλες αλλαγές στη ροή κεφαλαίων, κυρίως σε δολάρια, σε όλο τον κόσμο, καθώς πολύ χρήμα φεύγει από τις αναδυόμενες αγορές προς τις ανεπτυγμένες. Η τάση αυτή έχει προκαλέσει τριγμούς σε αναδυόμενες οικονομίες.

Στα τέλη του έτους η ΕΚΤ αναμένεται και αυτή να αρχίσει να κλείνει τη στρόφιγγα της ποσοτικής χαλάρωσης, κάνοντας πιο ακριβό το κόστος του χρήματος. Συνήθως τέτοιες κινήσεις κάνουν πιο ακριβό το κόστος του χρήματος και προκαλούν μεταξύ άλλων αναδιάρθρωση κεφαλαίων στις αγορές μετοχών και ομολόγων. Οταν η ΕΚΤ θα αρχίσει στο δεύτερο μισό του 2019 να αυξάνει τα επιτόκια όπως κάνει ήδη η Fed εδώ και μήνες, τότε αναμένεται ότι θα γίνει πιο ακριβή η εξυπηρέτηση δανείων που έχουν συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο.

Υπάρχει κίνδυνος για νέα βουτιά στα χρηματιστήρια;

Η αγορές μετοχών σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία χρόνια έχουν σπάσει κάθε ρεκόρ. Στελέχη των διεθνών αγορών έχουν αρχίσει να ανησυχούν ότι η άνοδος με μεγάλη διάρκεια μπορεί να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για νέα διόρθωση στις τιμές. Προς το παρόν δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί άμεσα, εάν και οι διακυμάνσεις σε αρκετές αγορές και ιδιαίτερα στην Κίνα παραμένουν αυξημένες.

Εχει αλλάξει κάτι όσον αφορά την επιρροή των μεγάλων οίκων αξιολόγησης;

Τα αποτελέσματα έρευνας που έκανε το 2010 η αμερικανική Γερουσία ήταν αποκαλυπτικά για μεγάλους οίκους αξιολόγησης όπως η Standard & Poor’s και η Moody’s. Η Γερουσία έκρινε ότι υπήρξε μεγάλη σύγκρουση συμφερόντων σε τέτοιους οίκους, οι οποίοι επιπλέον ακολουθούσαν μη χρηστά μοντέλα αξιολόγησης δίνοντας την υψηλότερη βαθμολογία ΑΑΑ σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα που κατέρρευσαν εν μέσω της κρίσης. Ομως οι παραπάνω εταιρείες και άλλοι οίκοι αξιολόγησης εξακολουθούν να ασκούν πολύ μεγάλη επιρροή στις αγορές ομολόγων – και όχι μόνο. Τις αξιολογήσεις τους εξακολουθούν να χρησιμοποιούν επενδυτές για να αποφασίσουν τι θα αγοράσουν και τι όχι. Οι αξιολογήσεις τους αυτές μάλιστα έχουν άμεση επίδραση και στα επιτόκια των ομολόγων. Κριτική δεν δέχθηκαν επίσης ούτε οι επικεφαλής επενδύσεων μεγάλων τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της κρίσης είχαν αγοράσει σύνθετα προϊόντα υψηλού ρίσκου τα οποία – υποτίθεται – απευθύνονταν σε μεγάλους γνώστες της αγοράς που ήξεραν καλά τι έκαναν και τι ρισκάριζαν.