Αναμφίβολα, υπάρχουν προτάσεις στο πόρισμα της επιτροπής Παρασκευόπουλου, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον και σε μεγάλο βαθμό μας βρίσκουν σύμφωνους όπως οι περισσότερες των προτάσεων για την αντιμετώπιση του προβλήματος της διακίνησης και χρήσης ναρκωτικών. Το αυτό ισχύει και για την αυτονόητη, άλλωστε, πρόταση για αυτεπάγγελτη παρέμβαση της δημόσιας δύναμης σε περίπτωση τέλεσης σοβαρών εγκλημάτων. Ωστόσο στην περίπτωση «των λοιπών εγκλημάτων (πλημμελημάτων)» προτείνει να διατυπωθούν κριτήρια για τις σχετικές αποφάσεις του ειδικά προβλεπόμενου οργάνου αναφορικά με τη χορήγηση της άδειας επέμβασης, αφενός χωρίς να επιχειρεί καν να προσδιορίσει ποια μπορεί να είναι αυτά τα κριτήρια, κι αφετέρου περιοριζόμενη στην αναλυτική υπόμνηση της αρχής της αναλογικότητας. Μπορεί λοιπόν να συμπεράνει κανείς ότι η πρόταση δεν θεωρεί αυτονόητη την εφαρμογή του νόμου σε όλες τις περιπτώσεις «λοιπών εγκλημάτων», ενώ με τη θέσπιση κριτηρίων που προτείνει ενδέχεται να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μιας έμμεσης νομιμοποίησης της ανομίας, μέσω της a la carte αντιμετώπισης της τέλεσης «λοιπών εγκλημάτων».

Ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα εμφανίζει το πρώτο Σχέδιο Προτάσεων «προς συζήτηση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στα ΑΕΙ». Η Δημοκρατία, η οποία άλλωστε εγγυάται και περιφρουρεί την ελευθερία της έκφρασης, λειτουργεί εντός ενός πλαισίου κανόνων. Δεν διαφωνούμε λοιπόν με τη σημασία που αποδίδει η Επιτροπή Παρασκευόπουλου στην ενίσχυση του διαλόγου εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας, άλλωστε το Πανεπιστήμιο Κρήτης έχει μεγάλη παράδοση σε αυτόν. Ωστόσο το γεγονός ότι η Επιτροπή συχνά εξαντλεί τις προτάσεις της στην ενίσχυση του διαλόγου (όπως με τη δημιουργία σχετικού φόρουμ και Επιτροπής διαπραγμάτευσης και επικοινωνίας), στην ενημέρωση της διοίκησης των ΑΕΙ για ζητήματα διαχείρισης κρίσεων και διαπραγμάτευσης, αλλά και στην Κατάρτιση Κώδικα Δεοντολογίας για τους φοιτητές (χωρίς ωστόσο καμία υπόμνηση ποινών για την όποια παραβίασή του), φοβάμαι ότι καταδεικνύει ότι το πόρισμα αυτό δεν μπορεί να αποκριθεί στην έκταση των προβλημάτων που δημιουργούν τα «εγκλήματα κυρίως χαμηλής ποινικής απαξίας», που όντως εμποδίζουν την ακαδημαϊκή λειτουργία των ΑΕΙ, ήτοι την ίδια τη βασική αποστολή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι σε περιπτώσεις καταλήψεων η «παραχώρηση χώρων σε κοινωνικούς χώρους, όπου συμμετέχουν κατά πλειοψηφία φοιτητές των ΑΕΙ και η λειτουργία τους αυστηρά μέσα από ένα θεσμικό πλαίσιο που πρέπει να συγκροτηθεί». Δεδομένης της απουσίας συγκροτημένου θεσμικού πλαισίου, της έλλειψης υποδομών και πόρων, αποτέλεσμα της χρόνιας υποχρηματοδότησης των ΑΕΙ, πρακτικά αυτό μπορεί να απολήξει στο ότι όποια ομάδα επιθυμεί έναν χώρο μπορεί απλά να τον καταλάβει, τη στιγμή που δυσκολευόμαστε να βρούμε αίθουσες για να διεξάγονται τα μαθήματα και η έρευνα και ακόμα περισσότερο να τις συντηρήσουμε.

Ο πράξεις βίας, εκφοβισμού και βανδαλισμού δεν έχουν θέση σε μια ευνομούμενη δημοκρατία και είναι απολύτως καταδικαστέες για λόγους νομικούς, πολιτικούς και ακαδημαϊκούς. Θεωρούμε τη βία και την παραβατικότητα ευθεία απειλή για την ελευθερία του διαλόγου και της έκφρασης. Ακριβώς γι’ αυτό λοιπόν, διατηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις και ενστάσεις για αρκετές από τις προτάσεις Παρασκευόπουλου.