«Η ευθύνη των αρμοδίων για τον τραγικό θάνατο της μητέρας και αδελφής μου είναι τεράστια, αυτονόητη και εγκληματική». Τα λόγια αυτά αποτελούν το «κατηγορώ» που διατυπώνει με τη μήνυσή του ο Γιάννης Χαρδαλούπας, ο αδερφός της 26χρονης Ελισάβετ, το όνομα της οποίας ήταν το 99ο που προστέθηκε στη λίστα θανάτου από τη φωτιά στο Μάτι.

Ο μηνυτής, ο οποίος ζει και εργάζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, στις σελίδες της μήνυσής του, με την οποία στρέφεται εις βάρος όλων των υπευθύνων οι οποίοι με πράξεις ή παραλείψεις τους συνετέλεσαν στο έγκλημα στο Μάτι, περιγράφει λεπτομερώς το χάος που επικρατούσε στην περιοχή τις κρίσιμες ώρες (βρισκόταν στην Ελλάδα για διακοπές) και την ανυπαρξία του κρατικού μηχανισμού.

Απουσία. Σύμφωνα με όσα λέει, την ώρα της καταστροφής δεν βρισκόταν πουθενά ούτε ένα πυροσβεστικό όχημα. Λόγω της απουσίας πυροσβεστικών οχημάτων και εναέριων πυροσβεστικών μέσων, όπως αναφέρει, αρχικά πίστεψαν πως η φωτιά δεν ήταν σοβαρή και επικίνδυνη, αλλά πολύ γρήγορα αντιλήφθηκαν ότι έπαιρνε ανησυχητικές διαστάσεις.

«Μετά τις 17.30 πέρασε τυχαία ένα περιπολικό όχημα της Αστυνομίας με δύο αστυνομικούς μέσα σ’ αυτό. Τους ρωτήσαμε τι συμβαίνει και μας δήλωσαν, τελείως αορίστως, πλήρη άγνοια, αλλά στη συνέχεια μας είπαν «για καλό και κακό φύγετε», αλλά αυτό μας το είπαν τελείως ανεύθυνα και αόριστα, χωρίς να μας πουν, πού να πάμε και τι να κάνουμε για να σωθούμε» προσθέτει. Ο ίδιος με τη μητέρα του και την αδελφή του μοιράστηκαν στα δύο αυτοκίνητα και ξεκίνησαν να φύγουν από την πύρινη κόλαση, αλλά γρήγορα κατάλαβαν πως κατευθύνονταν στον θάνατο.

Συγκεκριμένα αναφέρει: «Προχώρησα γύρω στα 400 μέτρα μέσα από φλόγες και αργότερα, όταν είχα καλύτερο οπτικό πεδίο, διαπίστωσα ότι η αδελφή μου δεν με είχε ακολουθήσει. Αμέσως επέστρεψα για να τις βρω και τις δύο (μητέρα και αδελφή) και να τις πάρω. Οταν γύρισα ήταν πλέον και οι δύο εκτός αυτοκινήτου, περίπου έξω από το σπίτι μας. Το αυτοκίνητο είχε τελείως καεί, ενώ και αυτές είχαν φανερά και πολύ σοβαρά εγκαύματα. Πονούσαν πολύ και τις επιβίβασα στο αυτοκίνητό μου και ειδικότερα η μητέρα μου μπροστά και η αδελφή μου πίσω, και φύγαμε με κατεύθυνση το Κέντρο Υγείας Νέας Μάκρης.

Οι εκεί αστυνομικοί μου είπαν να πάω στο Μάτι, παρά το γεγονός ότι τους έδειξα τις καμένες μητέρα και αδελφή μου. Πάλι, όμως, κομφούζιο επικρατούσε και ήμουν σίγουρος ότι στο σημείο εκείνο θα καιγόμασταν. Αποφάσισα να πάω στην Αθήνα και το έκανα τρέχοντας με 150 χιλιόμετρα την ώρα και πήγαινα και στο αντίθετο ρεύμα, για να σωθούν η μητέρα μου και η αδελφή μου, διότι έβλεπα ότι κινδυνεύουν από τα πολλά εγκαύματα που έφεραν στα σώματά τους».

Γραφειοκρατία. Ο μηνυτής όμως, στέκεται και στα γραφειοκρατικά εμπόδια που συνάντησε μετά τον θάνατο της μητέρας του, όταν προσπάθησε να μεταφέρει την αδελφή του στην Αμερική, για να εισαχθεί σε κάποιο πιο εξειδικευμένο νοσοκομείο. «Είχαν καεί όλα τα έγγραφα με τα στοιχεία της (ταυτότητα, διαβατήριο, κ.λπ.) και δεν μπορούσα να εκδώσω νέα ταυτότητα. Μου ζητούσαν πληρεξούσιο (!), αλλά και αυτό δεν μπορούσε να γίνει, διότι ήταν σε καταστολή. Δεν πρόλαβα, δυστυχώς, να ολοκληρώσω τη διαδικασία δικαστικής συμπαράστασης, διότι την 11η Σεπτεμβρίου απεβίωσε και η αδελφή μου».

Αξίζει να σημειωθεί ότι και αυτή η μήνυση θα συσχετιστεί στη δικογραφία που σχηματίζεται υπό την εποπτεία του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Ηλία Ζαγοραίου με στόχο την απόδοση ποινικών ευθυνών σε όσους προκύψουν ενδείξεις τέλεσης αξιόποινων πράξεων.