Αμετακίνητο στη θέση του για τήρηση του προνομοθετημένου μέτρου της περικοπής των συντάξεων παραμένει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να πείσει τους θεσμούς, κατά την πρώτη τους μεταμνημονιακή αποστολή στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα, ότι το μέτρο δεν είναι αναγκαίο.

Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, το ΔΝΤ διαφωνεί κάθετα με την πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης για οποιαδήποτε παρέμβαση στο συγκεκριμένο μέτρο. Δεν συζητεί κανένα σενάριο που θα μπορούσε να βοηθήσει την κυβέρνηση να προχωρήσει στη μη τήρηση του μέτρου. Δεν συζητεί ούτε για σπάσιμο σε δόσεις, ούτε για παράταση της εφαρμογής, ούτε για το ενδεχόμενο μερικής του εφαρμογής σε υψηλές συντάξεις, ούτε προφανώς για ακύρωση. Ο επικεφαλής του κλιμακίου του ΔΝΤ Πίτερ Ντόλμαν φέρεται ότι δεν πείστηκε με τα επιχειρήματα της Αθήνας και η εμμονή του ΔΝΤ δεν εξαντλείται μόνο στο τι συμβολικές επιπτώσεις θα έχει η απόφαση της μη τήρησης του συγκεκριμένου μέτρου.

Οι ενστάσεις του ΔΝΤ εδράζονται σε τρία σημεία:

Πρώτον, στις αισιόδοξες εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης για το ύψος του υπερπλεονάσματος το 2019, καθώς θεωρείται ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς να γίνουν ασφαλείς εκτιμήσεις για την επόμενη χρονιά, ενώ παράλληλα εκτιμάται ότι η μέχρι σήμερα πορεία του φετινού προϋπολογισμού δεν αφήνει περιθώρια για μεγάλη αισιοδοξία. Οι εκτιμήσεις του Ταμείου, λαμβάνοντας υπόψη και τα στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά την επίσκεψη των θεσμών στην Αθήνα, θα αποτυπωθούν στο πλαίσιο των ανακοινώσεων για τις προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία, που θα ανακοινωθούν στις αρχές Οκτωβρίου.

Δεύτερον, το Ταμείο επιμένει ότι το μέτρο είναι διαρθρωτικού χαρακτήρα και συνδέεται με τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Ακόμη και αν το ετήσιο κόστος του ασφαλιστικού συστήματος παραμένει κάτω από 16% του ΑΕΠ, αν δεν περικοπούν οι συντάξεις, η δαπάνη κρίνεται εξαιρετικά υψηλή σε σύγκριση με άλλες χώρες.

Τρίτον, υπάρχουν τα αντίμετρα, τα οποία μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει σε συνάρτηση με το ύψος του υπερπλεονάσματος. Σύμφωνα με πληροφορίες, το ΔΝΤ επιμένει ότι τα αντίμετρα δίνουν στην ελληνική κυβέρνηση περιθώριο επιλογών και μπορούν να προσφέρουν «κοινωνική ανακούφιση» τόσο μέσω αύξησης δαπανών όσο και μέσω μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το ΔΝΤ – παρότι στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας δεν έχει ισότιμο ρόλο με την Κομισιόν, η οποία έχει τον πρώτο λόγο –  είναι αποφασισμένο να «περάσει» το μήνυμά του σε πολιτικό επίπεδο, καταρχήν στους εκπροσώπους των κρατών-μελών που συμμετέχουν στο EuroWworking Group (EWG), το οποίο συνεδριάζει τις προσεχείς μέρες, Πέμπτη και Παρασκευή, στις Βρυξέλλες. Η Ελλάδα, και συγκεκριμένα ένας πρώτος απολογισμός της επίσκεψης των επικεφαλής των κλιμακίων των θεσμών, θα βρίσκεται ως φαίνεται στην ατζέντα της συνάντησης.

Δεύτερο «βήμα» θα αποτελέσει το Eurogroup του Οκτωβρίου στο Λουξεμβούργο, το οποίο πραγματοποιείται δύο εβδομάδες πριν από την υποβολή του σχεδίου προϋπολογισμού της επόμενης χρονιάς από το οικονομικό επιτελείο στην Κομισιόν στις 15 Οκτωβρίου. Το ΔΝΤ θα επιδιώξει να αναζητήσει ευήκοα ώτα στις χώρες που ακολουθούν σκληρή στάση επί του ζητήματος. Ανάμεσά τους η Γερμανία και η Ολλανδία.

Από την πλευρά του Ταμείου, το πλαίσιο μεταμνημονιακής εποπτείας της Ελλάδας περιλαμβάνει δύο εκθέσεις αξιολόγησης σε ετήσια βάση, με την πρώτη να αναμένεται στην αρχή του επόμενου έτους. Ομως δεν αποκλείεται, σύμφωνα με πληροφορίες, αν κριθεί αναγκαίο, αξιωματούχοι του ΔΝΤ να προβούν σε σχετική δήλωση στο μεσοδιάστημα. Ενα αρνητικό μήνυμα από το ΔΝΤ, όπου θα γίνεται αναφορά σε πισωγύρισμα προσυμφωνηθέντων δεσμεύσεων, ενδέχεται να επηρεάσει κυβερνήσεις χωρών της ευρωζώνης από τις οποίες εξαρτάται αν θα προχωρήσει η εκταμίευση των δόσεων από τα κέρδη SNP και ANFA ύψους 1,2 δισ. ευρώ ετησίως.

Πρωτίστως, θα επηρεάσει αρνητικά τις αγορές. Η Ελλάδα, χάρη στο μαξιλάρι ρευστότητας των 24 δισ. ευρώ, δεν χρειάζεται να δανειστεί άμεσα από τις αγορές. Ομως, επισημαίνουν οι ειδικοί, μια αρνητική «στάση» από το ΔΝΤ ενδέχεται να εντείνει την αβεβαιότητα ως προς το εάν η χώρα θα εφαρμόσει τις αναγκαίες πολιτικές που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους και θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της προς τους πιστωτές, ώστε να μη χαθεί η αξιοπιστία που έχει χτιστεί με την ολοκλήρωση του προγράμματος. Κάτι που παρακολουθούν επενδυτές και οίκοι αξιολόγησης.

Εξάλλου, το ΔΝΤ συμφώνησε να δώσει το πράσινο φως για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους μεσοπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψη τη συμφωνία στην οποία προβλέπεται ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της.

Επιπλέον, εκτιμάται ότι, εξαιτίας της αβεβαιότητας που επικρατεί στις αναδυόμενες οικονομίες και επηρεάζει τις διεθνείς αγορές, οι όποιες αρνητικές «ειδήσεις» για την Ελλάδα ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων και μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που προκαλούν ανασφάλεια και κρατούν μακριά δυνητικούς επενδυτές.