O Κυριάκος Μητσοτάκης, τόσο με την ομιλία του όσο και με τη συνέντευξή του στο πλαίσιο της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης, απευθύνθηκε κυρίως στον λεγόμενο και θεωρούμενο αστικό κόσμο.

Στον κύκλο δηλαδή των κατά βάση συντηρητικών, με την ευρεία του όρου έννοια, πολιτών που έχουν ανάμνηση της καλής ζωής, σε εκείνους που διεκδικούν ησυχία, ασφάλεια, αξιοπρεπή σχολεία για τα παιδιά τους και γοητεύονται περισσότερο από μια ανοιχτή παραγωγική οικονομία με λιγότερους φόρους και μικρότερο δημόσιο τομέα, σε αυτούς που απεχθάνονται ένα κράτος – δυνάστη το οποίο εξαντλείται στη συλλογή των εσόδων, σε όσους τέλος πάντων διεκδικούν περισσότερες ευκαιρίες για τους ίδιους και συνολικά για τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, παρά για το κράτος.

Στην προσπάθειά του αυτή θέλησε επίσης να ικανοποιήσει τα πατριωτικά αισθήματα του συγκεκριμένου, πνιγμένου στις παραδόσεις, κύκλου που πληγώθηκε με τη λύση του «μακεδονικού», όπως και να τονώσει το λαϊκό του προφίλ επαναλαμβάνοντας συνεχώς ότι το σχέδιό του στοχεύει στην ενεργοποίηση και πάλι του κλονισμένου μηχανισμού κοινωνικής κινητικότητας που διέκρινε και χαρακτήριζε τη μεταπολεμική Ελλάδα.

Κατέστησε με άλλα λόγια διακριτή τη διαφορά του από τον κ. Τσίπρα.

Ο Πρωθυπουργός ως γνωστόν απευθύνθηκε κυρίως στους βαρύτερα πληγωμένους από την κρίση, στον κύκλο των φτωχότερων και όσων τείνουν προς τη φτωχοποίηση, το όραμά του είχε στον πυρήνα του το κράτος και τους μηχανισμούς του και λιγότερο την ιδιωτική παραγωγή και πρωτοβουλία

Κοινή είναι η πεποίθηση ότι ο κ. Μητσοτάκης είχε μια επιτυχημένη παρουσία στη Θεσσαλονίκη.

Ηταν άνετος, μελετημένος, χωρίς εμφανή επικοινωνιακά λάθη, το μήνυμά του ήταν ευκρινές και η στόχευσή του καθαρή.

Κατά τα φαινόμενα με τη στάση του «καθάρισε» το τοπίο στον ευρύτερο χώρο της συντηρητικής παράταξης.

Καλύπτει ευρύτερες ομάδες ψηφοφόρων από τις παρυφές του πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ μέχρι εκδοχές της εθνικιστικής Δεξιάς.

Αν δεν μεσολαβήσουν απρόοπτα στη μακρά διαδρομή προς τις κάλπες, η Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη είναι σε θέση πια να εκπροσωπήσει τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών που κινούνται σε αυτή την ευρεία ζώνη.

Ο λόγος, οι ιδέες και οι αντιλήψεις που μεταφέρει μπορούν να υποκαταστήσουν πλήθος μικρότερων δυνάμεων και προσώπων που διεκδικούν ψήφους από το ίδιο ακροατήριο.

Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που θεωρούν ότι ο κ. Μητσοτάκης, όπως πολιτεύεται, μπορεί να θέσει εκτός μάχης συγγενή ή κινούμενα παράλληλα προς αυτόν σχήματα.

Προϊόντος του χρόνου δεν θα έχουν λόγο ύπαρξης το Ποτάμι, η Ενωση Κεντρώων, οι ΑΝΕΛ και άλλα μικρότερα σχήματα της εθνικιστικής Δεξιάς που θορυβούν δυσανάλογα προς το μέγεθός τους.

Κατά μία εκδοχή – με σοβαρές πιθανότητες επιβεβαίωσης – στις επόμενες εκλογές θα κριθεί, με τρόπο κατηγορηματικό, ποιο είναι το «αφεντικό» στην ευρύτερη κεντροδεξιά παράταξη.

Και θα μείνει προς ξεκαθάρισμα στις μεθεπόμενες εκλογές ποιο θα είναι το «αφεντικό» στην άλλη μεγάλη παράταξη, αυτή της Κεντροαριστεράς.

Θα πάρει περισσότερο χρόνο δηλαδή, προκειμένου να κριθεί αν ο κ. Τσίπρας θα μπορέσει να μετεξελίξει το κόμμα του σε ένα ριζοσπαστικό σοσιαλδημοκρατικό σχήμα και να ηγηθεί του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου ή αν η κυρία Γεννηματά φανερώσει αντοχές και δυνατότητες να αναγεννήσει αυτή τη μεγάλη δημοκρατική παράταξη.

Οπως και να έχει, το σίγουρο είναι ότι οδεύουμε ξανά προς ένα νέο δίπολο Κεντροδεξιάς – Κεντροαριστεράς, σαν κι αυτό που κυριάρχησε στα μεταπολιτευτικά χρόνια.

Και έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία εν τέλει επέζησε της μεγάλης κρίσης και πρώτη αυτή, όπως όλα δείχνουν, συγκροτεί τον έναν πόλο. Για τον άλλο, όπως είπαμε, δεν θα αρκέσει η επερχόμενη αναμέτρηση. Θα χρειαστεί ακόμη μία…