Με πολιτικούς όρους και μόνο δύσκολα εξηγείται. Ο Πολάκης δεν είναι Καμμένος. Δεν παρέδωσε ο Τσίπρας την πολιτική του τύχη στα δικά του χέρια, δεν εξαρτάται η επιβίωση της κυβέρνησής του από αυτόν, δεν έφτιαξαν μια πολιτική συμφωνία που εξελίχθηκε σε δεσμό αίματος. Ο δεσμός αίματος του Αλέξη Τσίπρα με τον Παύλο Πολάκη μοιάζει να μην είναι αμιγώς πολιτικός. Αλλά γιατί είναι εξίσου άρρηκτος; Γιατί δεν απαλλάσσει ο Πρωθυπουργός τον εαυτό του και την κυβέρνησή του από έναν υπουργό που τον εκθέτει με τις χρυσαυγίτικες πρακτικές του; Γιατί ανέχεται τα φασίζοντα παραληρήματά του;

Η απάντηση βρίσκεται ενδεχομένως στο φεϊσμπουκικό κοινό του Πολάκη. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι ανάμεσα σε εκείνες τις δεκάδες ή και εκατοντάδες των πολακικών που σχολιάζουν κάτω από κάθε ανάρτηση του Πολάκη «Πες τα, υπουργέ μου», «Μπράβο, παλικάρι μου», «Είσαι θεός», «Μπράβο, λεβέντη Κρητίκαρε», «Εγραψες όπως συνήθως» ή «Λυπήσου τους, ρε Παυλή», άλλοτε με πεζά, πότε με κεφαλαία και πάντα με πολλά θαυμαστικά. Αλλά είναι ένας από αυτούς. Ενας που θέλει τον Πολάκη όπως τον θέλει το κοινό του: να «τα λέει χύμα», να «τα χώνει», να «μη μασάει», να ικανοποιεί τη δίψα της αρένας «λαϊκά». Και να συμπληρώνει τον Καρανίκα, τον πρωθυπουργικό σύμβουλο που ο Πρωθυπουργός μπορεί να ακούει και «ζωντανά» στο Μαξίμου.

Είναι μια ανάγκη που δεν μπορεί να διαβαστεί πολιτικά χωρίς το προσωπικό στοιχείο. Είναι σαν ο Τσίπρας, σε αυτή την υποτιθέμενη πορεία προς τη σοσιαλδημοκρατικοποίησή του, να χρειάζεται αυτά τα απομεινάρια του λούμπεν ριζοσπαστισμού, της οργής που υποδύεται τη «λαϊκή», της «επανάστασης» που είναι τόσο σαρωτική ώστε να γκρεμίζει οτιδήποτε είναι ή θυμίζει «αστικό». Θέλει τον Πολάκη και τον Καρανίκα. Από αυτή την άποψη ο Τσίπρας μπορεί και να ωριμάζει πολιτικά. Αλλά του είναι αδύνατον να ωριμάσει χωρίς τα παιχνίδια των παιδικών του χρόνων.