«Η επίσκεψή μου στην Ελλάδα αποτελεί μια υπενθύμιση της αναγκαιότητας να αλλάξει η Ευρώπη και είναι ταυτόχρονα μια μεγάλη ευκαιρία να προχωρήσουμε μαζί σε μια νέα πορεία» δηλώνει ο επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Ούντο Μπούλμαν, ο οποίος έρχεται σήμερα στην Αθήνα. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στα «ΝΕΑ» ενόψει της διήμερης επίσκεψής του, ο ηγέτης των ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D) δηλώνει ότι πρόθεσή του είναι να δημιουργήσει «έναν όσο το δυνατό μεγαλύτερο και ευρύτερο συνασπισμό», διαμηνύοντας εμμέσως πλην σαφώς προς το Κίνημα Αλλαγής ότι θα πρέπει «να ξεπεραστούν οι κοντόφθαλμες εθνικές πολιτικές» και επιβεβαιώνοντας, έτσι, το φλερτ με τον ΣΥΡΙΖΑ.

«Ερχόμαστε στην Ελλάδα, γιατί οι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες μπορούμε να προσφέρουμε μια εναλλακτική λύση. Θέλουμε να προτείνουμε μια Ευρώπη χωρίς αποκλεισμούς, ανοιχτή, δίκαιη και βιώσιμη, που λειτουργεί για τους πολλούς και όχι μόνο για τους λίγους» δηλώνει, δίνοντας το στίγμα της προεκλογικής ατμόσφαιρας που επικρατεί πλέον στην Ευρώπη ενόψει των ευρωπαϊκών εκλογών τον Μάιο του 2019, η οποία εντάθηκε μάλιστα χθες όταν ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Μάρος Σέφκοβιτς ανακοίνωσε την πρόθεσή του να είναι ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών στην κούρσα για τη διαδοχή τον Ζαν-Κλoντ Γιούνκερ.

Πολιτικές λιτότητας. Κατά τον Μπούλμαν «η Ελλάδα είναι η χώρα που υπέφερε περισσότερο από τις πολιτικές λιτότητας που επέβαλαν τα δεξιά κόμματα υπό την ηγεσία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, προτείνοντας μεταρρυθμίσεις, οι οποίες παρεμπόδιζαν την κοινωνική συνοχή και απέτυχαν να επαναφέρουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης». Δηλώνει μάλιστα ότι η χώρα «αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα που δείχνει γιατί είναι σημαντικό να μεταμορφωθεί το μοντέλο ανάπτυξης και διακυβέρνησης στην Ευρώπη και να τεθούν οι άνθρωποι στον πυρήνα αυτής της αλλαγής».

Τασσόμενος υπέρ μιας «ριζικής αλλαγής» ο γερμανός ευρωβουλευτής δηλώνει ότι «πρέπει να επανεφεύρουμε την Ευρώπη, εάν θέλουμε να ξεπεράσουμε τις τρέχουσες κρίσεις». Οπως επεξηγεί, το ευρωπαϊκό εγχείρημα απειλείται από τις αυξανόμενες ανισότητες, την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού και τις επιθέσεις στις δημοκρατίες με ψευδείς ειδήσεις. «Αγωνιζόμαστε για μια μεταμόρφωση του οικονομικού και κοινωνικού μας μοντέλου. Οι οικονομίες μας πρέπει να δουλέψουν για τους πολλούς, όχι μόνο για τους λίγους. Πρέπει να εντάξουμε τα κράτη – μέλη στην προσπάθεια αυτή εάν θέλουμε να επιφέρουμε αυτή τη θεμελιώδη αλλαγή» δηλώνει ο Ούντο Μπούλμαν.

Μία δύσκολη υπόθεση. Ο Μπούλμαν αναγνωρίζει ότι για τους Σοσιαλδημοκράτες ο δρόμος προς τις εκλογές τον Μάιο του 2019 δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Εκτιμά όμως ότι σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν καλές επιδόσεις σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη – μέλη. «Σκεφτείτε τον Πέδρο Σάντσεθ, ο οποίος έβαλε τέλος στην ηγεσία των συντηρητικών στην Ισπανία, σκεφτείτε τον Αντόνιο Κόστα, ο οποίος ηγείται μιας ισχυρής αριστερής κυβέρνησης στην Πορτογαλία, σκεφτείτε τον Στέφαν Λεβέν, ο οποίος αντιστάθηκε στην απειλή της Ακροδεξιάς στη Σουηδία. Ολοι αντιπροσωπεύουν προοδευτικές και χωρίς αποκλεισμούς κοινωνίες» δηλώνει κατηγορηματικά, ανοίγοντας τα χαρτιά του όσον αφορά την προσπάθεια δημιουργίας μιας ευρύτερης συμμαχίας προοδευτικών δυνάμεων ενόψει των ευρωεκλογών.

«Δουλεύουμε για να δημιουργήσουμε συμμαχίες με άλλες προοδευτικές δυνάμεις για να αντιμετωπίσουμε με επιχειρήματα ξενοφοβικές και εξτρεμιστικές απόψεις και να δείξουμε ένα εναλλακτικό μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης στην Ευρώπη» δηλώνει ο Μπούλμαν, διαχωρίζοντας πάντως τη θέση των Σοσιαλδημοκρατών από τις προθέσεις του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν. «Ο κ. Μακρόν έχει σαφώς τοποθετήσει τον εαυτό του ως ευρωπαϊστή και χαιρετίζουμε τη θέση αυτή, αλλά το να είσαι ευρωπαϊστής δεν αρκεί». Κατά τον Μπούλμαν δεν είναι σαφές αν ο Μακρόν κατευθύνεται προς το προοδευτικό μέλλον που επιδιώκουν οι Σοσιαλδημοκράτες για την Ευρώπη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, αφήνει ανοιχτό το παράθυρο συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ. «Την περασμένη βδομάδα καλωσορίσαμε τον Πρωθυπουργό Τσίπρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για να μιλήσουμε για το μέλλον της Ευρώπης», ενώ επιβεβαιώνοντας υπό μία έννοια το φλερτ των S&D με τον ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει: «Οι Ελληνες κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τεράστιες δυσκολίες τα τελευταία χρόνια και απέδειξαν ότι είναι πραγματικοί μαχητές σε δύσκολες ώρες. Αυτό το πνεύμα χρειαζόμαστε σε όλη την Ευρώπη».

Ο Μπούλμαν επεξηγεί γιατί επιδιώκει να διευρύνει την πολιτική ομπρέλα των ευρωπαίων Σοσιαλιστών. «Η άνοδος του λαϊκισμού στην Ευρώπη καθιστά σαφές ότι χρειαζόμαστε μια ριζική αλλαγή» και διαμηνύει εμμέσως προς τα εθνικά κόμματα που ανήκουν στην ομάδα των ευρωπαίων Σοσιαλιστών να «ξεπεράσουμε τις κοντόφθαλμες εθνικές πολιτικές και να απευθυνθούμε σε δυνάμεις που μοιράζονται τις ίδιες αξίες και θέλουν μια Ευρώπη που να λειτουργεί για τον καθένα μας».

Στον χάρτη των αξιών, που θα πρέπει να συμμερίζονται κόμματα υπό την ομπρέλα των S&D, ο επικεφαλής τους τοποθετεί τον αγώνα για τη διασφάλιση βιώσιμων οικονομιών με αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας και κοινωνική ευημερία, που προστατεύουν τόσο τον πλανήτη όσο και την ευημερία των κοινωνιών. «Οι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες προσφέρουν έναν όσο το δυνατό μεγαλύτερο και ευρύτερο συνασπισμό» λέει κατηγορηματικά, υπό τον όρο ότι «οι εταίροι επιδιώκουν να συμβάλουν στην απαραίτητη αυτή μεταμόρφωση, όπως προβλέπεται στους στόχους της αειφόρου ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, του UN2030».

Η ζωή μετά τον Γιούνκερ. Οσον αφορά τη μάχη για τη διαδοχή Γιούνκερ, ο γερμανός ευρωβουλευτής δηλώνει ότι «οποιοσδήποτε επόμενος μελλοντικός πρόεδρος της Επιτροπής θα πρέπει να λάβει τη στήριξη της πλειοψηφίας των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» και εκτιμά ότι οι ευρωπαίοι Σοσιαλιστές θα επιλέξουν «έναν ισχυρό αντίπαλο σε κάθε άλλο υποψήφιο». Στο πρόσωπο του Μάνφρεντ Βέμπερ, ο οποίος επιδιώκει να «τρέξει» ως υποψήφιος του ΕΛΚ, βλέπει έναν πολιτικό «που έχει υπονομεύσει συστηματικά τις ευρωπαϊκές αξίες εδώ και χρόνια» και ψήφισε για την ενεργοποίηση του άρθρου 7 εναντίον της Ουγγαρίας «μόνο έπειτα από πολλή πίεση». Ανατρέχοντας στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Γερμανίας δηλώνει ότι το κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) του Βέμπερ «με την εθνικιστική και λαϊκίστικη συμπεριφορά του στη μεταναστευτική πολιτική μόλις πρόσφατα έθεσε σοβαρά σε κίνδυνο την ενότητα και τη σταθερότητα της Ευρώπης».