«Μετά τον δείπνον μοι εχάρισαν τον οδάν (σ.σ.: οντά – γενικώς διατηρείται η ορθογραφία του πρωτότυπου) και στρώμμα του γκενεράλ μοναχικώς, οι δε άλλοι έμειναν όλοι μαζοί παίζοντες όσα βακχηκά και αφροδισιακά παίγνια. Εγώ δε, όλως εύφορος δια το άκρον της στερήσεως και την εκ θαλασσοπορίας έξαψιν του αίματος, ενεπιστεύθην τη Ιουλία και εντρυφήσας τετράκις μετ’ αυτήν εξήλθομεν, και παρέλαβον αυτήν εις τα ίδια… Διήλθον ουν όλη την νύκτα μετ’ αυτής ηδονικώτατα, μέχρις επτά ευχαριστήσας την επιθυμίαν μου. Το πουρνό από τον οδά του καπητάνου εύγαλα αυτήν και απέπεμψα μείνας ες άκρον ευχαριστημένος…». Αλλη μαρτυρία για τις ερωτικές επιδόσεις του Παναγιώτη Κοδρικά – εφτά συνευρέσεις σε μια νύχτα με τη Γαλλίδα Ιουλία – δεν διαθέτουμε παρά μόνο τη δική του, όπως την καταγράφει στις «Εφημερίδες» (επιμ.: Αλκης Αγγέλου, Ερμής – Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 1991). Η ημερολογιακή καταγραφή του αθηναίου βιβλιογράφου διασώζεται πλέον στην εισήγηση του ιστορικού Χρήστου Λούκου με τίτλο «Ερωτικές σχέσεις και σεξουαλικές πρακτικές κατά την Επανάσταση του 1821» στον συλλογικό τόμο «Οψεις της Επανάστασης του 1821», ο οποίος κυκλοφόρησε από την Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού και το περιοδικό «Μνήμων». Πρόκειται για τα πρακτικά συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις 12 και 13 Ιουνίου 2015 με τη συμμετοχή σημαντικών ερευνητών και μελετητών.

Το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον για τη σεξουαλικότητά ή τις σχέσεις φύλων επί Τουρκοκρατίας δεν θα σήμαινε τίποτε από μόνο του, εάν δεν βασιζόταν στην εμπεριστατωμένη περιγραφή του Χρήστου Λούκου, ο οποίος ήδη στην εισαγωγή επισημαίνει την ανάγκη να μετακινηθεί η έρευνα μακριά από «τα στερεότυπα των σχολικών εγχειριδίων», να ερευνηθεί το «πλήθος των ανεκμετάλλευτων ακόμη πηγών», «να αναθεωρηθούν πολλές από τις εδραιωμένες αντιλήψεις».

Το παιχνίδι του έρωτα, για παράδειγμα, δεν έλειψε την περίοδο της Τουρκοκρατίας παρά τη διαδεδομένη πρακτική των συνοικεσίων. «Σίγουρα θα αυξήθηκε, λόγω της συνύπαρξης… ανδρών και γυναικών από διαφορετικές περιοχές (σ.σ.: Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο, νησιά του Αιγαίου, Κωνσταντινούπολη κ.α.) και κάτω από συνθήκες που δεν επέτρεπαν τον πλήρη έλεγχο των νεαρών κοριτσιών από τα βλέμματα και τις πρωτοβουλίες των αρσενικών», αναφέρει ο Χρήστος Λούκος. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για μια περίοδο κατά την οποία η συνεχής απειλή του θανάτου και η αβεβαιότητα για το προσδόκιμο της ζωής ίσως να ώθησε κάποιους να επιταχύνουν την προσδοκώμενη ερωτική σχέση ή τη σεξουαλική συνεύρεση. «Αφού ο κόσμος όλος βεβαιώνει ότι θα χαθώμεν, ας μην υπάγω παραπονεμένη ότι έμεινα ελευθέρα» λέει η ορφανή πλύντρια στον Νικόλαο Δραγούμη όταν τον παρακαλεί να τη στεφανώσει με έναν άπορο Ιταλό, τη στιγμή που ο Ιμπραήμ απειλεί το ίδιο το Ναύπλιο. Είναι φυσικά η περίοδος κατά την οποία: «Πολλές γυναίκες, στη Στερεά και την Πελοπόννησο κυρίως, καταφεύγουν συχνά στα βουνά και στις σπηλιές με τα βρέφη και τα μικρά παιδιά τους για να γλιτώσουν από τους Τούρκους ή τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ, συνωστίζονται μέσα στα φρούρια ή αναζητούν προστασία στον υπό αγγλική κατοχή Κάλαμο ή άλλα νησιά». Πολλές είναι οι περιπτώσεις σφαγών ή ομαδικών βιασμών από τους Οθωμανούς («και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οκτώ» λέει μια παπαδιά από το χωριό Μέγα Σπήλαιο στον Μακρυγιάννη), ενώ δεν λείπουν οι βιασμοί από χριστιανούς στους εμφυλίους πολέμους, σύμφωνα με τις παραπομπές της Ελένης Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη («Οι γυναίκες στην Ελληνική Επανάσταση» στο «Δίκτυα εξουσίας στη νεότερη Ελλάδα», επιμ. Mark Mazower, μτφ. Κώστας Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, 2014).

«Πόρνας και Γανυμήδας»

Οι πηγές, εξάλλου, κάνουν λόγο για την παρουσία πορνείων και «κακόφημων οίκων» σε διάφορες πόλεις. Σύμφωνα με μαρτυρία του 1829 του ιατρού στο στρατιωτικό νοσοκομείο του Ιτς Καλέ (Ακροναυπλία), 24 στρατιώτες έπασχαν από αφροδίσια. Μορφή οργανωμένων πορνείων αναφέρεται στην Πάτρα υπό την κατοχή των Γάλλων, ενώ γενικότερα όπου βρέθηκε στρατωνισμένο το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του Μοριά από το 1828 – κυρίως στα μεσσηνιακά φρούρια -, δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις που ευνοούσαν τη δράση προαγωγών.

Αν αξίζει η επισήμανση της συγκεκριμένης εισήγησης είναι επειδή δείχνει τον μόνο δρόμο που έχει η ιστορική έρευνα για να αυτοεπιβεβαιώνεται: την τόλμη που βασίζεται στη χρήση των  πηγών και των μαρτυριών, καθώς και την ενσυναίσθηση του ιστορικού για γεγονότα αλλοτινών εποχών. Σε μια άλλη αποστροφή του, λοιπόν, ο Χρήστος Λούκος αναφέρει ότι δεν ήταν μόνο τα νεαρά κορίτσια που λόγω ξεριζώματος, ορφάνιας και φτώχειας βρέθηκαν σεξουαλικά εκτεθειμένα. «Αν και παρασιωπάται, η θέση αρκετών αγοριών δεν θα ήταν καλύτερη. Δεν έλειψαν φυσικά και μεταξύ των Ελλήνων σεξουαλικές πρακτικές που συνήθως αποδίδονται μόνο στους Τούρκους… Οι πηγές αναφέρονται συχνά στα ψυχοπαίδια που ακολουθούν τους οπλαρχηγούς στο στράτευμα και χρησιμοποιούνται για ποικίλες ανάγκες». Τον Απρίλιο του 1828 ο φιλέλληνας γιατρός Λ.Α. Γκος αναφέρει ότι από τα 16 αγόρια που ήταν να σταλούν στο ορφανοτροφείο – σχολείο του Βιάρου Καποδίστρια στον Πόρο, πήγαν τελικά οκτώ. Οι υπόλοιποι «Γανυμήδες» κρατήθηκαν απ’ τους οπλαρχηγούς. Την ίδια λέξη χρησιμοποιεί και ο ανώνυμος συγγραφέας του «Λιβέλλου κατά των αρχιερέων»: «Οι αρχιερείς θέλουσι να πλουτώσι, και το ποίμνιον ας πτωχαίνη […] διά να τρέφωσι πόρνας και Γανυμήδας».

Οι μουσουλμάνες αιχμάλωτες

Ξεχωριστή παράμετρο για την περαιτέρω έρευνα των ερωτικών πρακτικών αποτελεί η συμπεριφορά των Ελλήνων απέναντι στις μουσουλμάνες αιχμαλώτους. Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί με οικονομιή επιφάνεια σχηματίζουν με αυτές ένα είδος χαρεμιού, ενώ άλλοι τις χρησιμοποιούν σαν παλλακίδες ή τις βαφτίζουν χριστιανές και τις παντρεύονται (όπως ο Νικόλαος Κριεζώτης και ο Χατζηχρήστος, κατά τον γάμο του οποίου στο Ναύπλιο το 1824 έγινε γλέντι παρουσία των καπεταναίων και της κυβέρνησης). Στο σημείο αυτό μάλιστα ο Χρήστος Λούκος επικαλείται τον έμπειρο Παναγιώτη Στάθη, που σημειώνει σχετικά με τα χαρέμια των ελλήνων οπλαρχηγών: «…Δεν υποδηλώνουν τόσο μια κουλτούρα για τον έρωτα και τη σεξουαλική ζωή, όσο μια αντίληψη για τις πρακτικές κυριαρχίας και δημόσιας επίδειξης της κοινωνικής ισχύος» (από κείμενο υπό έκδοση).

Δεν λείπουν μαρτυρίες για σεξουαλικές δραστηριότητες μοναχών ή υψηλόβαθμων άγαμων εκκλησιαστικών, ενώ πολλές είναι οι περιπτώσεις μοιχείας και μακρόχρονων σχέσεων εκτός γάμου, που συνήθως έπαιρναν τη μορφή της παλλακείας. Στην πιο γνωστή από τις περιπτώσεις, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης διατηρούσε εν χηρεία σχέση με καλόγρια στην Υδρα, η οποία έγινε στη συνέχεια παλλακίδα του, απέκτησε μαζί της γιο (ο δεύτερος Πάνος), τον οποίο νομιμοποίησε με τη διαθήκη του το 1841. Ερωμένη, παράλληλα με τη σύζυγο, είχε εξάλλου ο Πλαπούτας. Η Βασιλική, τέλος, που την ερωτέυτηκε και την αρραβωνιάστηκε ο Κίτσος Τζαβέλλας στο Μεσολόγγι, αναγκάστηκε κατά την Εξοδο να αφήσει το νεογέννητο βρέφος τους, το βρήκαν οι Τούρκοι και ανακτήθηκε με λύτρα, πριν παντρευτεί τελικά το ζευγάρι.

«Με τα λεύθερα τα παιδιά»

Την τελευταία υποσημείωση ο Χρήστος Λούκος την κρατά για τις μαρτυρίες ρομαντισμού και τρυφερότητας προς τις γυναίκες, οι οποίες προέρχονται κυρίως από τον χώρο των λογίων και των Φαναριωτών. Και καταλήγει: «Μένει ακόμη μετέωρο ένα μεγάλο αιτούμενο: αν, πέρα από τις νέες συνθήκες που προκλήθηκαν από ένα μακροχρόνιο απελευθερωτικό πόλεμο, έχουμε και μια αλλαγή στις ερωτικές σχέσεις ως αποτέλεσμα μιας συνειδητής επιλογής που θα εντασσόταν στη γενικότερη δυναμική μιας επανάστασης. Εδώ οι πηγές δεν μας διευκολύνουν πολύ αλλά είναι κάτι που αξίζει να διερευνηθεί. Ας κρατήσουμε προς το παρόν τους στίχους του δημοτικού τραγουδιού, που αποθησαύρισε ο Κλοντ Φοριέλ: «Τι να κάμω η καημένη που ‘χω μάνα κι ειν’ κακιά,/ δεν μ’ αφήνει να γλεντήσω τώρα που ‘ναι ελευθεριά/ με τα λεύθερα τα παιδιά, ζήσετε λεύθερα,/ που φορούν τις φουστανέλες τα τσαρούχια τα πλεκτά…»».

Οψεις του 1821

Οι άλλες εισηγήσεις

Η οργανωτική επιτροπή της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού δηλώνει ήδη από την εισαγωγή του τόμου την ανάγκη για «εγκυρότητα» και «πολυφωνία» της έρευνας όσο πλησιάζουμε στην επέτειο των 200 χρόνων από την κήρυξη της Επανάστασης. Επισημαίνει μάλιστα ότι ήδη έχουν πραγματοποιηθεί δύο σημαντικά διεθνή συνέδρια, το ένα από το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου («Η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ενα ευρωπαϊκό γεγονός», Κέρκυρα 3-5 Μαΐου 2007) και το άλλο από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου για τις επαναστάσεις στα Βαλκάνια (2013). Θυμίζει επίσης την υποδειγματική έκδοση του αρχείου του Αλή Πασά από τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο και τους συνεργάτες του. Κατά τ’ άλλα, στον τόμο με τα πρακτικά του συνεδρίου ο αναγνώστης θα βρει μια εσκεμμένη παράλειψη στην «Ιστορία» του Ιωάννη Φιλήμονα για την άλωση της Τριπολιτσάς (Γιάννης Κόκκωνας), πώς περιγράφει ο οθωμανός διοικητής Γιουσούφ Μουχλία πασάς την άμυνα στο πολιορκούμενο φρούριο της Πάτρας (Ειρήνη Καλογεροπούλου), μια άγνωστη εξέγερση νησιωτών στη Σαμοθράκη του 1821 (Γιώργος Κουτζακιώτης), την αναγκαστική συμβίωση στεριανών και πειρατών (Δημήτρης Δημητρόπουλος), τα κίνητρα των κρητών οπλαρχηγών για να ξεκινήσουν την εξέγερση (Γιάννης Σπυρόπουλος), τις πληθυσμικές μεταβολές στο Μεσολόγγι (Αντώνης Διακάκης), τις νέες σχέσεις εξουσίας που διαμορφώνονται την Πελοπόννησο (Διονύσης Τζάκης), τη δράση του Παλαιών Πατρών Γερμανού στην Αγκώνα το 1823 – 1824 (Παναγιώτης Μιχαηλάρης), τις απόπειρες διαμόρφωσης κράτους δικαίου κατά την Επανάσταση (Διονύσης Μοσχόπουλος), τις συγγραφικές προσεγγίσεις των Νεοελλήνων στον γερμανόφωνο χώρο (Ελένη Κωβαίου), τη δράση του «πεπαιδευμένου» Κύριλλου Λιβέριου (Σοφία Ματθαίου), τη χρήση και τις σημασίες της λέξης «Επανάσταση» σε κείμενα του 1821 (Αλεξάνδρα Σφοίνη), καθώς και τις οικογενειακές συμμαχίες και επιγαμίες κατά τη διάρκεια του Αγώνα (Βάλλια Ράπτη).

Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού – Περιοδικό «Μνήμων»

Οψεις της Επανάστασης του 1821

Εκδ. Μνήμων, 2018, σελ. 402

Τιµή: 19 ευρώ