Μόλις την περασμένη Τετάρτη το Ευρωκοινοβούλιο εδέησε να υπερψηφίσει κυρώσεις στην Ουγγαρία του Ορμπαν. Με ψήφους 448 υπέρ, 197 κατά και 48 αποχές ενεργοποίησε το άρθρο 7 που προβλέπει ακόμη και αναστολή του δικαιώματος ψήφου της στο Συμβούλιο της ΕΕ. Ηταν μια βραδυφλεγής αντίδραση στην επίθεση κατά του κράτους δικαίου που έχει εξαπολύσει ο ακροδεξιός εθνικιστής πολιτικός εδώ και πολύ καιρό. Γιατί καθυστέρησε; Μια εύκολη απάντηση είναι ότι η Ευρώπη – και, αν θέλουμε να το προεκτείνουμε, η κοινοβουλευτική δημοκρατία – δεν διακρίνεται για τον συγχρονισμό, την ευελιξία και την ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων. Αυτό είναι το τίμημα που καλούμαστε να πληρώσουμε όσοι δεν θέλουμε να ζούμε σε κοινωνίες όπου τις αποφάσεις λαμβάνουν αστραπιαία πολιτικοί militaire τύπου, με κινηματογραφικά πρότυπα τον Σταλόνε ή τον Σβαρτσενέγκερ: κοιμάσαι πάντα με τη στολή σου, έχεις απογειωθεί πριν πας για κατούρημα, έχεις κάψει τα χλωρά μαζί με τα ξερά κι έχεις επιστρέψει στη βάση σου. Ενα ανάλογο μοντέλο δυσδιάκριτα διαφέρει από το μοντέλο που οραματίζεται ο Ορμπαν και η σοφή Ευρώπη, με τα αντανακλαστικά σκεβρωμένης γεροντοκόρης, δεν αντιλαμβάνεται γιατί πρέπει να καταπολεμήσεις τον Ορμπαν εάν μακροπρόθεσμα σκοπεύεις να αποδεχτείς το μοντέλο του. Εάν γίνεις σαν τα μούτρα του.

  Υπάρχει όμως και μια λιγότερο προφανής απάντηση. Στο πίσω μέρος του μυαλού των περισσότερων Δυτικοευρωπαίων, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την πτώση του Τείχους, η Ουγγαρία – όπως και η υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη – εξακολουθεί να αποτελεί μια γραφική ιδιαιτερότητα· κάτι σαν το παλιό καλό oriental, αλλά με μικρότερη δόση εξωτισμού και με μεγαλύτερη δόση προκατάληψης. Οσες χώρες πέρασαν από κομμουνιστική δικτατορία, κατά τους Δυτικοευρωπαίους, δικαιούνται να επιδεικνύουν λιγότερο σεβασμό απέναντι στους θεσμούς του κράτους δικαίου, για τους οποίους άλλωστε έχουν μονάχα θεωρητική ενημέρωση, ουδέποτε τους είδαν να εφαρμόζονται, χώρια που πολλοί τους συγχέουν με τις προπαγανδιστικές πομφόλυγες του προηγούμενου καθεστώτος: ελευθερία και ισονομία στα λόγια, ανελευθερία και αυταρχισμός στην πράξη.

Εκεί που τα πράγματα σκουραίνουν είναι με τις περιπτώσεις όπου η λύση τύπου Ορμπαν έρχεται ως απάντηση, όχι στη μακρόχρονη απουσία του κράτους δικαίου, αλλά στη μακρόχρονη επικράτησή του. Πώς εξηγείται η άνοδος της Ακροδεξιάς σε χώρες όπως η Γερμανία ή η Σουηδία; Είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι κάποτε το «σουηδικό μοντέλο», η φαντασίωση ολόκληρης της μεταπολεμικής Ευρώπης, θα αντικατασταθεί από κάποια καρικατούρα του αυστριακού δεκανέα; Δεν θέλω να σας τρομάξω, αλλά πιθανόν να το ζήσουμε πριν προλάβουμε να το πιστέψουμε. Τα παραδοσιακά πολιτικά εργαλεία δεν μας βοηθούν εν προκειμένω. Η Αριστερά συνεχίζει να βλέπει κοντόθωρα την άνοδο της Ακροδεξιάς ως ιστορικό ατύχημα ή παράπλευρη συνέπεια της κοινωνικής ανισότητας, ενόσω η Δεξιά συνεχίζει να τη θεωρεί ως αναπότρεπτη κατάληξη/απόκριση σε κάθε αριστερή ακρότητα. Κατά περίεργο όσο κι ελαφρώς διεστραμμένο τρόπο, το κράτος δικαίου είναι αμφίπλευρα υπόλογο: για την Αριστερά είναι «πολύ λίγο»· για τη Δεξιά είναι «πάρα πολύ». Η κοστολόγησή του υποσκελίζει συχνά τη συζήτηση για την αποτελεσματικότητά του. Λες και αν κάποτε καταφέρουμε να βρούμε τη φόρμουλα για ένα «φθηνό» κράτος δικαίου, θα περιττεύει πλέον να αποδείξουμε αν είναι χρήσιμο ή άχρηστο.

Εάν η τετριμμένη πολιτική ρητορική αδυνατεί να μας διαφωτίσει, ίσως θα έπρεπε να στραφούμε αλλού για συνδρομή. Λόγου χάριν, στη λογοτεχνία. Η λογοτεχνία είχε πάντοτε την πολυτέλεια να ασχολείται με θέματα/ακίδες που η πολιτική ορθότητα δεν επέτρεπε ν’ αγγίξουμε, μπας και τρυπηθούμε. Ο 56χρονος Γερμανός Ντιρκ Κουρμπγιουβάιτ, αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας πολιτικής επιθεώρησης «Der Spiegel», στο μυθιστόρημά του «Φόβος» (εκδόσεις Ποταμός, 2018) αναλαμβάνει να μας ξεναγήσει σε μια αόρατη επικράτεια. Με αφηγητή/όχημα ένα alter ego του, τον συνομήλικό του αρχιτέκτονα Ράντολφ Τίφενταλερ, άνθρωπο καλών προθέσεων, οικογενειάρχη και ειρηνόφιλο, ο Κουρμπγιουβάιτ υπογράφει ένα συναρπαστικό ψυχολογικό θρίλερ που πολύ απέχει από τα παραδοσιακά του είδους. Εδώ δεν έχουμε μια τυπική ιστορία «απειλής» που αναπόφευκτα σε οδηγεί να πάρεις τον νόμο στα χέρια σου (και στη δικαίωση της «αυτοδικίας» ως μόνης διεξόδου στο αδιέξοδο). Εδώ έχουμε μια εγκάρσια τομή στην ίδια την έννοια του φόβου. Στο ιστορικό του και στη δυναμική του. Στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο φόβος δεν έρχεται και παρέρχεται κατά διαστήματα, αλλά εγκαθίσταται ως ο μόνιμος, ο διά βίου συγκάτοικός μας.

Εχει σημασία να σημειώσουμε ότι η γενιά του Κουρμπγιουβάιτ – και ιδίως οι Βερολινέζοι, όπως ο κεντρικός ήρωάς του -, όσοι γεννήθηκαν το 1962 σε μια ηττημένη διχοτομημένη χώρα, λίγους μόλις μήνες μετά την ανέγερση του Τείχους, κυριολεκτικά μεγάλωσαν μέσα στον φόβο. Τον φόβο ενός συμβατικού πολέμου, όσο και τον φόβο ενός πυρηνικού πολέμου. Αυτός ο φόβος εμφιλοχωρούσε σε κάθε σπιτικό. Οι γονείς είτε υπέφεραν ισοβίως από τα τραυματικά βιώματα των ανελέητων συμμαχικών βομβαρδισμών (όπως η μητέρα του Ράντολφ) είτε ανέπτυσσαν μια παρανοϊκή εμμονή με τα όπλα ως έσχατο μέσο αυτοπροστασίας (όπως ο πατέρας του). Τα ίδια τα παιδιά (όπως ο Ράντολφ) δεν θεωρούσαν απίθανο ότι, σε μια έκρηξη οργής, θα μπορούσε να τα πυροβολήσει ο ίδιος τους ο πατέρας. Ο φόβος είχε φωλιάσει μέσα στο σπίτι. Για την ακρίβεια, δεν απομακρύνθηκε ποτέ από αυτό. Το κράτος δικαίου ήρθε για να διασκεδάσει, να κατευνάσει ή να απωθήσει τον φόβο στο υποσυνείδητο. Εντούτοις δεν κατάφερε να τον εκδιώξει. Οταν προέκυψαν οι νέες συνθήκες, έπειτα από δεκαετίες εφαρμογής του μοντέλου της «ανοιχτής κοινωνίας» και της «πολιτικής ορθότητας», βρήκαν τον φόβο ακόμη εκεί, σ’ επαγρύπνηση, να τις περιμένει.

Ο Κουρμπγιουβάιτ ανακαλύπτει με τρόμο αυτό που όλοι οι αυταρχικοί δημαγωγοί – από τον Αδόλφο Χίτλερ έως τον Βίκτορ Ορμπαν – γνωρίζουν από καιρό: ο φόβος μπορεί να χειραγωγηθεί. Με το κατάλληλο μανιπουλάρισμα ο φόβος μπορεί να χρησιμεύσει ως συνεκτική ύλη μιας κοινωνίας. Μη χολοσκάς «ποιον» φοβάσαι, αρκεί να φοβάσαι «κάποιον». Μια κοινωνία που «φοβάται» αργά ή γρήγορα συσπειρώνεται – υπό τις φτερούγες του ηγέτη της – για να ορθώσει το ανάχωμα μπροστά στην «πηγή του φόβου» της. Εάν το κράτος δικαίου αποδεικνύεται ανεπαρκές κι αδύναμο (γαβγίζουν οι ανά την υφήλιο Ορμπαν), τόσο το χειρότερο για το κράτος δικαίου. Ο φόβος (ιδού το βλάσφημο πόρισμα του Κουρμπουγιουβάιτ) μπορεί να είναι ακόμη και το προσάναμμα για την οικογενειακή ευτυχία. Μια αστική οικογένεια υπό διάλυση, όπως η οικογένεια του κεντρικού ήρωα, μπορεί να μαζέψει και να ανασυγκολλήσει τα κομμάτια της προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κοινό της φόβο. «Ευχαριστώ, κ. Τιμπέριους» ανακράζει στο τέλος ο Ράντολφ. Ποιον ευχαριστεί; Ευχαριστεί τον φόβο του.