Να αποφύγει η ελληνική κυβέρνηση να δρομολογήσει επεκτατικά μέτρα, δηλαδή παροχές, ή να αναστρέψει μεταρρυθμίσεις, διαμηνύει μέσω της συνέντευξής του στα «ΝΕΑ» ο Πάολο Πιτσόλι, ανώτερος οικονομολόγος στην ING. Ο ειδικός σε Ελλάδα, Ιταλία και ΟΝΕ τονίζει ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι που προβλέπονται στη μεταμνημονιακή συμφωνία αφήνουν ελάχιστα περιθώρια για τέτοιες αποφάσεις και προειδοποιεί ότι χρειάζεται να επιμείνει η Ελλάδα στις μεταρρυθμίσεις για να διασφαλιστεί η αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας.

Η Ελλάδα εξήλθε του προγράμματος και κατευθύνεται προς μια νέα περίοδο μετά το τέλος ενός δύσκολου δρόμου. Βρίσκεται στην έξοδο του τούνελ ή μόλις εισήλθε σε ένα άλλο τούνελ, δεδομένων των αυστηρών δεσμεύσεων;

Πράγματι, η Ελλάδα βρίσκεται τώρα σε μια κρίσιμη καμπή, αλλά η ζωή μετά το τέλος του προγράμματος δεν θα είναι απαραιτήτως εύκολη. Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους υπόκεινται σε αυστηρούς όρους, γεγονός που απαιτεί συνεχή επιτήρηση. Βεβαίως, δεν πρέπει να υπάρξει επιπλέον λιτότητα, αλλά οι δημοσιονομικοί στόχοι που καθορίζονται από τη μεταμνημονιακή συμφωνία παραμένουν πολύ φιλόδοξοι και αφήνουν περιορισμένο περιθώριο ελιγμών για να δρομολογηθούν επεκτατικά μέτρα ή για να αναστραφούν μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη γίνει. Αυτό μπορεί να είναι πολιτικά δύσκολο σε ένα έτος εκλογών.

Πού εντοπίζετε περισσότερη αβεβαιότητα και ποιες θεωρείτε ότι θα πρέπει να είναι οι προτεραιότητες;

Επειτα από μια τόσο μεγάλης διάρκειας συρρίκνωση, η αποκατάσταση βιώσιμων συνθηκών ανάπτυξης θα είναι πιθανώς μία από τις κυριότερες προτεραιότητες για την Ελλάδα. Θα πρέπει να βρεθεί ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης με καλύτερη ισορροπία μεταξύ της εγχώριας και της εξωτερικής ζήτησης, ώστε να μοχλεύσει τις μεγάλες και κουραστικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που έγιναν κατά τη διάρκεια των ετών της κρίσης.

Πώς βλέπετε το μεταμνημονιακό μέλλον της χώρας; Υπάρχουν λόγοι ανησυχίας για τη βιωσιμότητα του χρέους και την προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης;

Ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάστηκε η έξοδος, με ένα ουσιαστικό μαξιλάρι ρευστότητας, αναμένεται να αποτρέψει οποιαδήποτε βραχυπρόθεσμη κρίση ρευστότητας. Ωστόσο, η επίτευξη των φιλόδοξων στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα μπορεί να αποδειχθεί πρόκληση εάν οι προβλέψεις οικονομικής ανάπτυξης αποδειχθούν υπερβολικά αισιόδοξες. Και ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 2,2% μακροπρόθεσμα μπορεί να αποδειχθεί πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Εάν βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και η εφαρμογή των συμφωνηθέντων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του, η μακροχρόνια βιωσιμότητά του φαίνεται να κινδυνεύει και μπορεί να χρειαστούν τελικά πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης.

Ποιες είναι οι ανησυχίες γύρω από την αναπτυξιακή προοπτική;

Η βελτίωση των συνθηκών ανάπτυξης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την αποφασιστικότητα των ελληνικών οικονομικών και πολιτικών παραγόντων να συνεχίσουν την πορεία των μεταρρυθμίσεων και να δώσουν ιδιαίτερη έμφαση στην πραγματική εφαρμογή τους. Μια πιο παραγωγική οικονομία και μια πιο αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων για την ταχύτερη αποκατάσταση της ανάπτυξης σε μια βιώσιμη βάση. Οι επενδύσεις ενδέχεται να παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στη μεταμνημονιακή φάση.

Θα μπορούσε η Ελλάδα να επανεξετάσει ορισμένες δεσμεύσεις, όπως η προνομοθετημένη περικοπή στις συντάξεις;

Αυτό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το επίπεδο μιας ενδεχόμενης υπεραπόδοσης των δημοσιονομικών στόχων του τρέχοντος έτους και το κατά πόσο η εφαρμογή εναλλακτικών μέτρων θα θεωρηθεί ότι θα πρέπει να επαναλαμβάνεται ή όχι.

Μέτρα όπως είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες, που ενδέχεται να υιοθετηθούν από την κυβέρνηση, πιστεύετε ότι κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση;

Από την οπτική του οικονομολόγου, η ριζική αναστροφή των μεταρρυθμίσεων, που έχουν ήδη γίνει, στην αγορά εργασίας θα μπορούσε να είναι μια επικίνδυνη άσκηση, η οποία θα πρέπει να γίνεται με προσοχή, καθώς θα μπορούσε να επιφέρει πλήγμα στην αξιοπιστία και να επηρεάσει την ελκυστικότητα της Ελλάδας σε ξένους και εγχώριους επενδυτές.

Ποια μέτρα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση;

Εχοντας χάσει το 25% του ΑΕΠ από τότε που άρχισε η κρίση στα τέλη του 2009, η Ελλάδα χρειάζεται απαραιτήτως μέτρα για την αποκατάσταση μιας υψηλότερης οικονομικής ανάπτυξης. Δίνοντας προτεραιότητα σε επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, μπορεί να ανακόψει το brain drain νέων Ελλήνων, πολλοί εκ των οποίων εξακολουθούν να εγκαταλείπουν τη χώρα. Αυτό πιθανότατα να συνέβαλλε στην ενίσχυση της παραγωγικότητας, που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα του δυνητικού ΑΕΠ.