Εζησαν την απόλυτη καταστροφή εντελώς αβοήθητοι. Εναν μήνα μετά τη φωτιά στην Ανατολική Αττική, οι άνθρωποι που επέζησαν από την πύρινη λαίλαπα έχουν να αντιμετωπίσουν τώρα την αναλγησία του κράτους και τη γραφειοκρατία στο απόγειό της. «Νιώθουμε εγκατάλειψη, μας έχους ξεχάσει» λένε χαρακτηριστικά.

Εχασαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Για εκείνους, τα σπίτια των οποίων χαρακτηρίστηκαν «κόκκινα», η καθημερινότητα το τελευταίο διάστημα παρομοιάζεται μόνο με αγώνα δρόμου και μάλιστα ανώμαλου. Μένουν ακόμη σε κατασκηνώσεις, τα επιδόματα δεν έχουν φτάσει στους λογαριασμούς όλων ενώ προσπαθούν να κάνουν έναν προγραμματισμό, προκειμένου να φτιάξουν και πάλι τη δική τους κανονικότητα. Οι πιο τυχεροί δεν είδαν τις κατοικίες τους να γίνονται στάχτη. Η τύχη τους, όμως, σταματά εκεί, αφού αναγκάζονται να ζουν σε μισογκρεμισμένα σπίτια, χωρίς παράθυρα, σε υπόγεια που έμειναν όρθια ακόμη και σε αποθήκες.

Το τι θα γίνει την επόμενη μέρα είναι αβέβαιο, αφού πολλά είναι τα μέτωπα που παραμένουν ανοιχτά και επιζητούν άμεση λύση, όπως είναι ο καιρός, τι θα γίνει με τα σχολεία της περιοχής και πότε τελικά θα επιστρέψει η ζωή στον καμένο τόπο.

Τρύπιο ταβάνι. Σε ένα σπίτι με τρύπιο ταβάνι αναγκάζεται να μείνει η οικογένεια της Λαμπρινής Ιωάννου, μόνιμης κατοίκου Νέου Βουτζά. Οι μέρες μετά τη φωτιά, όπως λέει, κυλάνε βασανιστικά, με οικονομικά προβλήματα επιβίωσης. «Παρά την καταστροφή που πάθαμε δεν έχουμε πάρει ακόμα ούτε ευρώ. Από όσα έχουν εξαγγείλει, δεν έχουμε δει τίποτα απολύτως. Το σπίτι έχει χαρακτηρισθεί κίτρινο. Δεν έχει έρθει ακόμα το αρμόδιο κλιμάκιο και μας έχουν πει να μην κάνουμε καμία παρέμβαση, αν δεν έρθει πρώτα η επιτροπή. Εχει περάσει σχεδόν ένας μήνας και ακόμα δεν ξέρουμε πότε θα έρθουν. Το ταβάνι του σπιτιού μου είναι τρύπιο, τι θα γίνει αν πιάσει βροχή; Εχουμε μείνει στο «θα» από υποσχέσεις. Φοβόμαστε μην πάθουμε τα ίδια με αυτά που έπαθε ο κόσμος στη Μάνδρα με τις πλημμύρες. Αλλά ακόμα και να πάρουμε αυτά που μας έχουν υποσχεθεί, δεν φθάνουν για να επισκευάσουμε ένα κανονικό σπίτι. Χρειαζόμαστε κανονική αποζημίωση και όχι ψίχουλα» λέει η Λαμπρινή Ιωάννου. Την ώρα της καταστροφής εκείνη και ο σύζυγός της βρίσκονταν στο σπίτι. Η φωτιά τούς περικύκλωσε και άρχισε να γλείφει τους τοίχους. «Παγιδευτήκαμε. Ο μεγαλύτερος, όμως, εφιάλτης ξεκίνησε, όταν άρχισε να καίγεται η ξύλινη σκεπή. Ο,τι υπήρχε στο πατάρι έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς. Αρχισαν να σπάνε τα τζάμια και μας έπνιξαν οι καπνοί. Κάθε πέντε λεπτά έπαιρνα την Πυροσβεστική. «Ελάτε, πεθαίνουμε», τους έλεγα. Καμία απάντηση. Προσπαθήσαμε να προφυλαχθούμε με πετσέτες. Αποφασίσαμε να βγούμε όταν καταλάβαμε πως η φωτιά είχε περάσει από εμάς. Πήραμε μαζί μας μπουκάλια με νερό, ανοίξαμε σιγά σιγά την πόρτα και τρέξαμε να πάρουμε τα αυτοκίνητα. Ηταν και τα δύο, όμως, κατεστραμμένα» περιγράφει.

Εδώ και ένα μήνα η Αννα Λυμπεροπούλου, μόνιμος κάτοικος στο Μάτι μένει στις κατασκηνώσεις της Αεροπορίας. Επιβιώσαμε, λέει, αλλά τα προβλήματα δεν έχουν τέλος. «Το σπίτι μας έχει χαρακτηρισθεί κίτρινο αλλά μέχρι τώρα δεν έχουμε πάρει τίποτα. Κανένα βοήθημα, καμία επιδότηση. Ο μεγάλος μου γιος έχει σπίτι και αυτός στο Μάτι. Δεν καταστράφηκε τελείως αλλά παρουσιάζει στατικές βλάβες στις κολώνες. Στην ουσία είναι ακατοίκητο. Εχει δυο παιδιά, το ένα δε, μωρό 20 ημερών. Δεν ρισκάρουμε να μείνουμε στο σπίτι του. Κινδυνεύουμε. Ούτε και εκείνος έχει πάρει κάποιο βοήθημα. Οσο για αυτά που υπόσχονται δεν μας φθάνουν ούτε για τα βασικά της επισκευής του σπιτιού. Με μια σύνταξη ζούμε», λέει στα «ΝΕΑ».

Την ώρα της πυρκαγιάς, θυμάται, γλίτωσαν την τελευταία στιγμή. Περιγράφει ότι η πύρινη λαίλαπα σάρωνε τα πάντα. «Αρχικά προσπαθήσαμε να προστατεύσουμε το σπίτι, αλλά το νερό είχε κοπεί. Εφυγα μαζί με άλλους γείτονες, μικρά παιδιά και μωρά. Με πολύ προσπάθεια προσεγγίσαμε το μικρό λιμάνι. Τελείως αβοήθητοι. Ούτε πυροσβεστική, ούτε τίποτα. Μόνοι μας κάναμε ό,τι κάναμε. Το σπίτι μας κάηκε. Χάσαμε ό,τι είχαμε και βρεθήκαμε ξαφνικά στον δρόμο». Τώρα, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ακόμη δράμα: τι θα συμβεί τον χειμώνα. «Δεν μπορούμε να μείνουμε στην κατασκήνωση. Τι θα κάνουμε;» αναρωτιέται. Βρίσκει, όμως, το κουράγιο να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, συμπληρώνοντας: «Με τέτοια μαυρίλα, όμως, και καταστροφή εμείς τουλάχιστον επιβιώσαμε. Δεν θρηνήσαμε θύματα».