Στο ποδόσφαιρο είναι σύνηθες να μην κερδίζει η καλύτερη ομάδα. Εκεί εντοπίζεται και μία από τις βασικές διαφορές του σε σχέση με τα άλλα αθλήματα.

Από τη στιγμή που συμπράττουν 11 στον αγωνιστικό χώρο είναι λογικό να περιπλέκεται και να γίνεται σύνθετη υπόθεση το αποτέλεσμα. Ενα ενδεχόμενο χατ τρικ του επιτιθεμένου δεν συνεπάγεται απαραίτητα και τη νίκη της ομάδας του. Γιατί μπορεί να μπάζουν γενικώς τα μετόπισθεν ή να υπάρχει ένας αδύναμος κρίκος που να σπάει τη συνοχή της αλυσίδας.

Υπό αυτή την έννοια δεν υπάρχουν «άχαστα» παιχνίδια ούτε δεδομένες προκρίσεις. Οπότε και η ΑΕΚ δεν επέστρεψε στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ στις 14 Αυγούστου, μετά την επικράτηση 2-1 απέναντι στη Σέλτικ.

Πρέπει να υπερκεράσει και το εμπόδιο της Βίντι (ή Βιντεοτόν, όπως ήταν γνωστή μέχρι πρότινος). Πρέπει να διεκδικήσει το εισιτήριο στον αγωνιστικό χώρο. Οφείλει να μην υποτιμήσει τον αντίπαλο. Ανεξάρτητα από την περιορισμένη εμβέλειά του. Πέρα άλλωστε από το… βάρος της φανέλας των Ούγγρων, δεν νοείται να περάσει απαρατήρητο ότι έχουν επιβιώσει σε τρεις προκριματικούς γύρους.

Κι ας το προσεγγίσουμε και αντίστροφα το θέμα. Ας προσπαθήσουμε να μπούμε στη θέση τους. Δεν είναι τεράστια ευκαιρία να βρίσκονται στον προθάλαμο των ομίλων έχοντας απέναντί τους μια ελληνική ομάδα; Δεν είναι λογικό να θεωρούν πρόσφορο το έδαφος για να ολοκληρώσουν μια καλοκαιρινή υπέρβαση, μια ποδοσφαιρική επανάσταση;

Η ΑΕΚ λοιπόν πρέπει να συγκεντρωθεί στον στόχο και να μοχθήσει. Πιθανότητα μάλιστα οι αναμετρήσεις με τη Βίντι να απαιτούν και διαφορετική αγωνιστική διαχείριση. Αυτό είναι πάντα σε συνάρτηση με το προφίλ του αντιπάλου. Εξαρτάται κάθε φορά από τα μέτρα που του δίνεις και σου δίνει στον αγωνιστικό χώρο.

Επιπλέον (και παρότι δεν υπάρχουν «άχαστα») η Ενωση καλείται πλέον να διαχειριστεί και το «πρέπει» της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Αρχής γενομένης από την πρώτη αναμέτρηση στη Βουδαπέστη. Με μάτια που γυαλίζουν, χωρίς ίχνος τουπέ στην Groupama Arena. Για να πλύνει το σεντόνι του πόθου στις όχθες του Δούναβη.