I. Είναι ώρα για τον μεταρρυθμιστικό απολογισμό της μνημονιακής δεκαετίας. Να εξετάσουμε γιατί η χώρα μας αστόχησε. Γιατί δεν αντιμετωπίσαμε τις κλειστές δομές στην οικονομία και την κοινωνία.

Ποιά θα έπρεπε να είναι η κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων; Προφανώς να εμπεδωθούν οι βασικές θεσμικές συνιστώσες της βιώσιμης ανάπτυξης: Πρώτον, η προστασία της περιουσίας και του προϊόντος της επένδυσης. Άρα ήπιο και σταθερό φορολογικό και ρυθμιστικό πλαίσιο. Δεύτερον, η ελευθερία του ανταγωνισμού και η τήρηση των συμπεφωνηθέντων. Άρα στοχευμένη κρατική δράση: το κράτος δεν στρεβλώνει τη λειτουργία της αγοράς, αλλά μεριμνά ώστε αυτή να λειτουργεί αξιόπιστα. Τρίτον, υποδομές και κοινωνικό δίκτυο προστασίας, ώστε να μπορούν όλοι να αναπτύσσουν τις δεξιότητές τους, χωρίς ανασφάλεια και αθέμιτες διακρίσεις. Δίχως αυτά, δίχως ανοιχτές οικονομικές και κοινωνικές δομές, καμία οικονομική ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμη.

Σε μας, αντίθετα, κύριο γνώρισμα της δεκαετίας ήταν η επίταση των φορολογικών και πλείστων διοικητικών βαρών. Και κυρίαρχο αίσθημα η ανασφάλεια ως προς τους κανόνες του παιχνιδιού, ακόμη και ως προς την ίδια τη λειτουργία στοιχειωδών θεσμών της σύγχρονης οικονομίας (ανοιχτές τράπεζες). Αποτέλεσμα; Η αποθάρρυνση των επενδύσεων και η απαξίωση του υπάρχοντος κεφαλαίου. Εξάλλου, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων (ακόμη κι αν διέσωσε κάποιες θέσεις εργασίας) δεν ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα. Αντίθετα, παρέλυσε την όποια δυναμικότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου – στο βαθμό που το τελευταίο δεν διέφυγε στο εξωτερικό. Η μείωση του εργασιακού κόστους λειτούργησε περισσότερο ως αντιστάθμισμα προς τα αυξανόμενα διοικητικά, ασφαλιστικά και φορολογικά βάρη.

II. Ποιοι είναι οι λόγοι αυτής της γενικευμένης μεταρρυθμιστικής αστοχίας; Ορισμένοι επικαλούνται την πιστωτική ασφυξία. Άλλοι επισημαίνουν ότι οι δυσκίνητες παραδοσιακές δομές στηρίζουν η μία την άλλη. Η μεταρρύθμιση σε έναν τομέα διαβρώνεται από τους υπόλοιπους. Τέλος, πολλοί μέμφονται τα κατεστημένα συμφέροντα: την ισχύ τους στο πολιτικό σύστημα και την προσοδοθηρία ως κυρίαρχο μηχανισμό επιτυχίας. Γιατί να διακινδυνεύσω, εάν μπορώ με την πρόσβαση στα κέντρα πολιτικής εξουσίας να διατηρήσω ένα, έστω μειωμένο, μερίδιο προσόδου;

Θα προσθέσουμε έναν βαθύτερο λόγο: Δεν πιστεύουμε στις ανοιχτές οικονομικές και κοινωνικές δομές. Ένας από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς στον ανταγωνισμό, ο Michael Porter από το Χάρβαρντ, έχει διαπιστώσει ότι στις κοινωνίες που κατέκτησαν βιώσιμη ευημερία κυριαρχούσαν δύο θεμελιώδεις πολιτισμικές και αξιακές αντιλήψεις: πρώτον, ότι ο πλούτος δεν είναι πεπερασμένος. Διευρύνεται χάρη στην υπερέχουσα καινοτομία και παραγωγικότητα. Δεύτερον, ότι οι άνθρωποι έχουν ευθύνη να καθορίσουν οι ίδιοι τη ζωή τους. Οι κοινωνίες που δεν πιστεύουν σε αυτά εστιάζουν στον έλεγχο του πλούτου, στην εναλλαγή προστατευτισμού και αναδιανομής των πλουτοπαραγωγικών πόρων. Και στην αυθεντία της πολιτικής ως εγγυητή της ευημερίας μας.

III. Θεσμικοί και πολιτισμικοί παράγοντες φυσικά ανατροφοδοτούνται. Γι’ αυτό και είναι ιδιαίτερα δύσκολη η μετάβαση σε μία οικονομία ανοιχτών δομών. Εάν είναι κανόνας του παιχνιδιού ότι θα επαναδιαπραγματευθείς το ρυθμιστικό πλαίσιο της επένδυσής σου με τη νέα κυβέρνηση, θα επικρατήσουν αντιλήψεις προστατευτισμού και οπορτουνισμού. Επομένως, η παρούσα ανάλυση δεν υπόσχεται διέξοδο. Όπως μάλιστα επισημαίνεται, περίπου όσες οικονομίες είχαν αποκτήσει λογική ανοιχτών δομών το 1918, τόσες τις έχουν και σήμερα. Οι υπόλοιπες πέτυχαν οικονομική πρόοδο με την τεχνογνωσία που δημιούργησαν οι πρώτες.

Από την άλλη πλευρά, δεν δικαιολογείται ούτε μοιρολατρία. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε την υποστήριξη των μη κρατικοδίαιτων παραγωγικών δυνάμεων. Το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα (1910-1914), μας λέει ο Νίκος Αλιβιζάτος, μπορούσε να επιτύχει τη μετάβαση. Εάν δεν το ανέκοπτε ο εθνικός διχασμός – οι διχασμοί ήταν η άλλη μεγάλη σταθερά του νεοελληνικού κράτους εκτός από τις χρεοκοπίες: εθίζοντάς μας να θεωρούμε την ανασφάλεια κανονικότητα και την εύνοια του κράτους σωτηρία.

Ο Νίκος Ι. Παπασπύρου, διδάκτωρ νομικών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, είναι επίκουρος καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ