Το είπε στα ερτζιανά. Πρόσωπα από την Ευρώπη, με δικαίωμα υπογραφής στα ελληνικά ζητήματα, διερευνούν το ενδεχόμενο να σχηματιστεί μια κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ των δυο μεγαλύτερων κομμάτων, δηλαδή μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, μετά την έξοδο από το Μνημόνιο. Για να στηρίξει δε του λόγου του το αληθές, συμπλήρωσε πως και σε εκείνον – ευρωβουλευτής γαρ – έχει τεθεί το ερώτημα από ευρωπαίους εταίρους, «πώς θα μπορούσε να υπάρξει μια συνεργασία μεταξύ Αριστεράς και Κεντροδεξιάς;». Ο Γιώργος Κύρτσος, βέβαια, έσπευσε να διευκρινίσει και με τιτίβισμα ότι το εν λόγω σενάριο μεγάλου συνασπισμού α λα ελληνικά είναι «εξωπραγματικό». Και παρεμπιπτόντως, απάντησε και στον Βασίλη Κεγκέρογλου του Κινήματος Αλλαγής, που είχε προλάβει να θέσει το ζήτημα στον δημόσιο διάλογο πριν από μερικές μέρες γράφοντας στο Twitter: «Ετοιμάζουν σκηνικό μετεκλογικής συνεργασίας ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Απλά το λέω από τώρα!». Στην ανάλυση Κύρτσου μια τέτοια συγκυβέρνηση θα πετύχαινε μόνο να απαξιώσει ακόμη περισσότερο τα ήδη απαξιωμένα ελληνικά κόμματα. Πιθανότατα έχει δίκιο.

Λόγοι

Ωστόσο, μεταξύ μας, στη νεοδημοκρατική οπτική είναι εξωπραγματικό για διαφορετικούς λόγους. Με βάση τα στοιχεία που έχουν στα χέρια τους στην Πειραιώς, σε καμία των περιπτώσεων δεν θα το συζητούσαν. Η αυτοδυναμία θεωρείται σχεδόν βέβαιη πια και η στρατηγική που χαράσσουν για τους μήνες που έρχονται βασίζεται σε αυτή τη γαλάζια βεβαιότητα. «Στόχος είναι πλέον να διευρυνθεί όσο γίνεται η πλειοψηφία μας» λένε από το περιβάλλον του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επίσης, οι πιο μυημένοι ξέρουν ότι η μοναδική μετεκλογική συνεργασία που θα συζητούσε ο Μητσοτάκης είναι εκείνη με την Κεντροαριστερά. Παράλληλα, στη ΝΔ εκτιμούν ότι οι ξένοι δεν θα τους πιέσουν να προχωρήσουν στο σχηματισμό κυβέρνησης με τον μεγαλύτερο πολιτικό – αλλά και ιδεολογικό –  τους αντίπαλο. Για ποιον λόγο; «Οι ξένοι γνωρίζουν ότι ο Μητσοτάκης έρχεται. Και νιώθουν γενικώς ασφαλείς επειδή η επόμενη κυβέρνηση με την οποία θα κληθούν να διαπραγματευθούν θα είναι ένα συστημικό κόμμα. Αρα, γνωρίζουν πως οτιδήποτε θα συμφωνούν μαζί της δεν θα ανατραπεί». Με άλλα λόγια, οι «μεταρρυθμίσεις» δεν κινδυνεύουν.