Αυτό το έργο λέγεται ότι χρωστάει τη δημιουργία του στο πείσμα του Σοφοκλή να απαντήσει στον γιο του, ο οποίος ισχυριζόταν πως ο πατέρας του τρελάθηκε. Ετσι οδηγήθηκε στη συγγραφή της τραγωδίας «Οιδίπους επί Κολωνώ» που είχε πάλι στο κέντρο της τον «γίγαντα» που δημιούργησε στον «Οιδίποδα τύραννο» – θύμα των παιχνιδιών και των παγίδων που του έστησαν οι θεοί. Και αυτός ο «γίγαντας» περιπλανιόταν τυφλός και ανήμπορος, αναζητούσε απαντήσεις για την τραγική του μοίρα, δικαίωση, αθώωση και λύτρωση μέσα από το θάνατο.

Ισως να μην γινόταν άμεσα η σύνδεση με το γιγάντιο μινιμαλιστικό αλλά μεγαλοπρεπές άγαλμα που φιλοτέχνησε ο Γιάννης Κόκκος για την παράσταση – στην οποία υπέγραψε και τη σκηνοθεσία – το οποίο υποδεχόταν τους θεατές της Επιδαύρου. Ομως μέσα από την επιβλητική, λιτή και καθαρή σκηνογραφία έδωσε με σαφήνεια την πρόθεση και τη σκηνοθετική γραμμή του. Μια τεράστια θεότητα με γυρισμένη την πλάτη στο κοινό σπρώχνει το κεφάλι της πάνω από τον φράχτη των συρματοπλεγμάτων, το σώμα της είναι ελαφρώς γερμένο προς τα δάση – διάτρητο από ένα άνοιγμα σε σχήμα πόρτας.

Ο ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ. Από εκεί που ο Οιδίποδας θα βρει, έπειτα από μια φοβερή διαδρομή, ένα ειρηνικό τέλος. Η ψηλάφηση αυτής της διαδρομής επετεύχθη ιδανικά μέσα από τη γεμάτη ένταση, τη χωρίς κραυγές και ουρλιαχτά, ερμηνεία του Μάσιμο ντε Φράνκοβιτς (τον γνωρίζουμε από την ταινία «Τέλεια ομορφιά» του Πάολο Σορεντίνο). Υποκριτική δεινότητα που ξετυλίχθηκε με τρόπο βελούδινο και ευγένεια – στοιχεία που διατήρησε ακόμη και όταν έφτασε σε κρεσέντο. Οταν δηλαδή είχε τους διαλόγους με τον Κρέοντα (τον οποίο ερμήνευσε λαμπερά ο Στέφανο Σαντοσπάγκο) και τον Πολυνείκη (τον υποδύθηκε εντυπωσιακός Φαμπρίτσιο Φάλκο).

Η παράσταση δοκιμάστηκε πρώτα στο θέατρο των Συρακουσών τον περασμένο Μάιο ανοίγοντας το εκεί φεστιβάλ. Ακολούθησαν άλλα δύο έργα της αρχαίας δραματουργίας – «Ηρακλής» του Ευριπίδη και «Ιππείς» του Αριστοφάνη – επιδιώκοντας μέσα από τις τρεις τραγωδίες να ψηλαφιστεί ο σύνθετος ρόλος του ήρωα και του τυράννου στην αρχαιότητα και να θιγούν τα ζήτημα της εξουσίας. Ομως σε τούτη εδώ τη σκηνοθετική ερμηνεία που παρουσιάστηκε στο αργολικό θέατρο βγήκε μπροστά η αγωνία της λύτρωσης. Είχε καλούς «συμμάχους» τη διαύγεια και τον σωστό χρωματισμό των φώτων (του Τζουζέπε ντε Λόριο), τα απέριττα κοστούμια της Πάολα Μαριάνι αλλά και τη μουσική του Αλέξανδρου Μαρκέα, ο οποίος πειραματίστηκε με την ανάμειξη βυζαντινών, σιτσιλιάνικων λυρικών αλλά και ήχων αεροπλάνων.

ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ. Στα συν αυτής της παράστασης θα πρέπει να μπουν και οι αστραφτερές ερμηνείες των ηθοποιών. Ο Χορός των γυναικών, των στρατιωτών, των νέων, ο Χορός γερόντων, οι γριές κινήθηκαν εντυπωσιακά με εναλλασσόμενες στροφές και τοποθετούνταν ξανά στη σκηνή δημιουργώντας μια άλλη αφήγηση, με αρμονικές φωνές, με αυτοπεποίθηση σε κάθε βήμα τους, σε κάθε λέξη τους.

Οπως επισήμανε ο Γιάννης Κόκκος πρόκειται για μια «τραγωδία για τα σύνορα, πραγματικά και μεταφυσικά, για το μυστήριο της ανθρώπινης ελευθερίας παρά την παντοδυναμία των θεών, για την ευθύνη, για τα γηρατειά, για την πολιτική διαχείριση της πόλης, ο Οιδίπους επί Κολωνώ είναι ένα χαμηλόφωνο ποίημα, ένα πνευματικό ταξίδι. Από τις Συρακούσες στην Επίδαυρο, η παράστασή μας θα μεταφέρει τα βήματα του Οιδίποδα ως το ιερό δάσος των Ευμενίδων, όπου αθωώνεται».

Σε όλα του τα έργα ο Σοφοκλής με το κείμενό του βάζει το πνευματικό του νυστέρι βαθιά μέσα στις υπαρξιακές αγωνίες, φιλοσοφώντας πάνω στην αστάθεια των εγκοσμίων: «Ούτε δύο μέρες δεν μπορείς να λογαριάσεις στη ζωή σου» (Τραχίνιες), «Φαντάσματα είμαστε και ανάεροι ίσκιοι» (Αίας), στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ»: «Ούτε την «αύριον» δεν γνωρίζουμε…». Ο Γιάννης Κόκκος είδε το κύκνειο άσμα του τραγικού ποιητή – το έγραψε όταν έχει πια περάσει τα 90 του χρόνια – ως έναν διαλογισμό πάνω στο ανθρώπινο πεπρωμένο – «Γιατί πως είμαι άνθρωπος γνωρίζω / και πως δεν έχω πιο πολύ δική μου/ παρ’ ότι συ την αύριον την μέρα» και επεδίωξε να φωτίσει το όπλο της αθωότητας του Οιδίποδα : την κοινή λογική. Οταν ο Χορός του ζητά εξηγήσεις για τις πράξεις του, εκείνος απαντά: «Γιατί τις πράξεις τις έπαθα εγώ/ περισσότερο/ παρ’ όσο τις έκαμα». Και ήταν, μέσα από αυτό το ύστατο έργο του Σοφοκλή , σαν να ύψωνε τη φωνή του προς του Αθηναίους και να ούρλιαζε δυνατά: «Ο Οιδίπους δεν έφταιξε».