«Ενα πράγμα που πρέπει να μάθεις για την πολιτική είναι ότι δεν μπορείς να πας να παίξεις γκολφ με τον πρόεδρο και να τον νικήσεις». Το τσιτάτο του Λίντον Τζόνσον έχει εφαρμογή, με την ευρεία του έννοια, και πέραν του ευγενούς αθλήματος, ειδικά στα κατεξοχήν αρχηγικά κόμματα σαν τη ΝΔ. Αν υπάρχει κάποιος στην κεντροδεξιά παράταξη που το γνωρίζει καλύτερα από πολλούς αυτό – και φαίνεται να το εφαρμόζει – είναι μάλλον ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης. Κι όπως όλα δείχνουν θα το έχει διαρκώς στο πίσω μέρος του μυαλού του τους επόμενους μήνες, όταν θα κληθεί να προετοιμάσει το κόμμα για το 12ο τακτικό του συνέδριο, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα θα είναι και προεκλογικό.

Η ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ. Ο Μητσοτάκης, στα τέλη Ιουλίου, στο πλαίσιο μιας Πολιτικής Επιτροπής, ανακοίνωσε πως ο Μεϊμαράκης αναλαμβάνει πρόεδρος του επερχόμενου συνεδρίου. Ο πρώτος το πρότεινε στον δεύτερο κι αυτός το απεδέχθη. Η κίνηση εξελήφθη ως σημαίνουσα για τις εσωκομματικές ισορροπίες επειδή ήταν πολύ νωπές οι μνήμες των γαλάζιων διαδρομιστών από εκείνο το μεγαλοβδομαδιάτικο γεύμα στο Κολωνάκι του νυν με τον πρώην αρχηγό, που είχαν οδηγήσει σε μια μίνι κρίση. Εξού και η μεϊμαρακική προεδρία του συνεδρίου αντιμετωπίστηκε ως ένα καλό νέο για την ενότητα του κόμματος. Κι από όσους ασχολούνται με την κουζίνα της πολιτικής ερμηνεύθηκε ως ένδειξη της διάθεσης του διαδόχου να αξιοποιήσει στο μέλλον τον προκάτοχό του και σε άλλους ρόλους, ακόμη και «πρώτης γραμμής» – μιας και οι κάλπες που όλοι βλέπουν στον ορίζοντα καθιστούν το συνέδριο κάτι παραπάνω από ένα απλό event εσωκομματικών δημοσίων σχέσεων. Αν, ας πούμε, προηγηθεί των εθνικών εκλογών – έχει προγραμματιστεί για 14 με 15 Δεκεμβρίου –, εκείνος θα μπορούσε να γίνει – όπως έχει υπάρξει, άλλωστε, στο παρελθόν – επικεφαλής της επιτροπής εκλογικού αγώνα, αναφέρουν ορισμένοι.

ΜΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ. Από όποια γωνία, λοιπόν, κι αν το δει κανείς, το βέβαιο είναι ότι η σχέση των δυο ανδρών, στην οποία ήταν κοινό μυστικό ότι επικρατούσαν χαμηλές θερμοκρασίες, μοιάζει να έχει αποκατασταθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα. Οι γνωρίζοντες διατείνονται ότι την αποκατέστησαν μόνοι τους, καταλήγοντας σε μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία.

Οι της προεδρικής πλευράς ήδη από το Πάσχα επέμεναν πως ο Μητσοτάκης βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον Μεϊμαράκη από ό,τι είναι στον Κώστα Καραμανλή ή τον Αντώνη Σαμαρά. Αλλά και από το μεϊμαρακικό περιβάλλον μιλούσαν για «καλές σχέσεις των δύο», οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, περιμένουν τώρα να γίνουν «ακόμη καλύτερες», αφού θα υπάρχει στενή συνεργασία για τα διαδικαστικά του συνεδρίου. Ωστόσο, οι γνώστες των νεοδημοκρατικών παρασκηνίων ισχυρίζονταν πως επρόκειτο για μια σχέση στην οποία – για να το πούμε κομψά – η εγγύτητα δεν ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό.

Εύλογο, η επικρατέστερη στους κόλπους των γαλάζιων ανάγνωση του διαλόγου σε εκείνο το γαλλικό εστιατόριο κάτω από τον Λυκαβηττό ήταν τότε πως ο αρχηγός αποδεχόταν την «προσφορά» του Μεϊμαράκη – να τον διευκολύνει στην ανανέωση του κόμματος εφόσον τον θεωρεί πρόβλημα –, ήτοι του απαντούσε ευγενικά πως δεν θα βρίσκεται στα ψηφοδέλτια. Οι οικείοι του προέδρου είχαν σπεύσει να το διαψεύσουν κατηγορηματικά. Η μόνιμη επωδός τους ήταν – και παραμένει μέχρι σήμερα – ότι «όποιοι έχουν κερδίσει τη λαϊκή ψήφο, δικαιούνται μια δεύτερη ευκαιρία στο κυνήγι της ψήφου». Πιθανότατα υπήρξαν ειλικρινείς.

Εξάλλου, το πολυπόθητο για τη ΝΔ μήνυμα της ανανέωσης – που αποτελεί διακηρυγμένο στόχο του τωρινού αρχηγού της – μπορεί να σταλεί και με άλλους τρόπους πλην της αποστρατείας των πρώην, λένε κάποιοι. Οντως, το πιο παραδοσιακό εργαλείο για κάτι τέτοιο είναι το ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Ή, εναλλακτικά, η συμμετοχή στο ευρωψηφοδέλτιο που θα οδηγούσε και στη θέση του επικεφαλής της επόμενης ομάδας ευρωβουλευτών της ΝΔ. Ολα τα κόμματα φροντίζουν να τα φορτώνουν με τους συμβολισμούς που επιθυμούν να εκπέμψουν στο εκλογικό σώμα. Ορισμένοι νεοδημοκράτες, πάντως, επιμένουν ότι το ψηφοδέλτιο Επικρατείας του Μητσοτάκη θα καθρεφτίζει τη δική του θεώρηση των πολιτικών πραγμάτων.