Το να ζητάς από μια βιογραφία να ξεκλειδώσει το τζίνι απ’ το μπουκάλι θυμίζει την ετήσια προσωπική παράκληση στη Σουηδική Ακαδημία να βραβεύσει τον καλύτερο συγγραφέα της εποχής. Πόσω μάλλον όταν η βιογραφία αφορά έναν συγγραφέα που έχει βραβευτεί ως ο καλύτερος της εποχής του από τη Σουηδική Ακαδημία. Η Mary V. Dearborn, διδάκτορας Συγκριτικής Λογοτεχνίας (Πανεπιστήμιο Κολούμπια), κατέρχεται τελευταία στην αρένα της έρευνας γύρω από τον Ερνεστ Χέμινγουεϊ προβάλλοντας τα δικά της εργαλεία: είναι η μόνη βιογράφος του Μεγάλου Λευκού Συγγραφέα και δεν την αφήνει αδιάφορη το πνεύμα των καιρών. Εξού και τα ερωτήματα στην εισαγωγή της βιογραφίας, τα οποία συνδέονται με έννοιες όπως η «πολυπολιτισμική εποχή», οι «πολύπλοκοι γυναικείοι χαρακτήρες», η «αρρενωπότητα», οι «σπουδές φύλου».

Αυτό δεν σημαίνει ότι για χάρη τους η Dearborn ξεστρατίζει σε μεταμοντέρνες ατραπούς. Είναι κι αυτή μια βιογραφία που φρεσκάρει τις γνώσεις μας για το σύμπαν του Χέμινγουεϊ – έστω με ραφιναρισμένο ύφος, εναρμονισμένο στο Ζeitgeist. Ναι, ο Σκοτ Φιτζέραλντ ήταν φίλος και ταυτόχρονα μιμητικός αντίζηλος του «Papa» και, ναι, έκανε το απαραίτητο «μοντάζ» πριν εκδοθεί το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Ναι, η Γερτρούδη Στάιν έδωσε την τελεσίδικη συμβουλή στον προτεζέ της τη στιγμή που έπρεπε («Δεν πρέπει να γράφεις τίποτα που να είναι inaccrochable», δηλαδή «ξεκρέμαστο»). Οχι, ο Χέμινγουεϊ (1899-1961) δεν μισούσε τον σύγχρονό του Φόκνερ (1897-1962), ο οποίος με τη σειρά του θεωρούσε πως το «Ο γέρος και η θάλασσα» είχε τις περισσότερες πιθανότητες να αντέξει στον χρόνο «από οτιδήποτε έχουμε γράψει όλοι μας» (μια μάλλον μεγαλόθυμη παραχώρηση). Και, όχι, ο Χέμινγουεϊ δεν χρησιμοποίησε τον κωδικό που του πρόσφερε η σταλινική NKVD – στο όνομα «Argo» – για να δράσει εναντίον του Χίτλερ.

Αν κάπου πέφτει περισσότερο φως είναι στη σχέση αγάπης και μίσους του Ερνεστ προς τη μητέρα του Γκρέις. Οι αμφιθυμίες και οι αντιφάσεις που γεννά – η ανεξάρτητη μητέρα που δεν αποδέχεται αρχικά τον γιο της ως συγγραφέα – διαπερνούν τις σελίδες σε ένα επανερχόμενο μοτίβο ομοιότητας και απώθησης, ενθάρρυνσης και σαρκασμού. Φως, όμως, πέφτει και στους δαίμονες του Χέμινγουεϊ, που μοιάζουν να τον ακολουθούν από την πρώτη στιγμή που αντιλαμβάνεται το «κάλεσμα του ύφους». Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς της μικρής φόρμας – πουθενά αλλού δεν πλησιάζει τον βαθμό μηδέν της γραφής – ξεκίνησε ως ερασιτέχνης δημοσιογράφος στο Kansas City Star και νοσταλγός του Παλιού Κόσμου. Στη ρομαντική σχέση του με την Ευρώπη χωράνε τα φαντάσματα του Μοπασάν (ίσως ο διηγηματογράφος που προσφέρεται για την πιο έγκυρη σύγκριση), του Κόνραντ (η «πυξίδα» του για να φτάσει στο «Κι ο ήλιος ανατέλλει»), του Τουργκένιεφ και του Τολστόι. Πρέπει να αγωνιστεί με τα ινδάλματα, αλλά με τον τρόπο του μοντερνισμού. «Make it new» φωνάζει ο Εζρα Πάουντ, που γίνεται μέντορας και φίλος.

Σε πείσμα των εντυπώσεων, ο Χέμινγουεϊ είναι περισσότερο λυρικός παρά δραματικός συγγραφέας και μοιράζεται αρκετά με τους ποιητές της εποχής του, από τον Χαρτ Κρέιν ώς τον Γουάλας Στίβενς. Σημασία δεν έχει τόσο η συντομία όσο ο «ακρωτηριασμός» των νοημάτων, το μυστήριο και όχι η λιτότητα. Στις προτάσεις του διψάς γι’ αυτά που έχουν μείνει απέξω. Γι’ αυτά που ο ίδιος πάσχισε να μην γράψει. Γι’ αυτό και οι δαίμονες είναι πανταχού παρόντες. Από την πρώτη επιρροή του Γουόλτ Γουίτμαν ώς τον ανταγωνισμό εγωισμών με άλλους συγγραφείς (ο Φιτζέραλντ πριν απ’ όλους) και το φάσμα της προσωπικής αφλογιστίας. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν του αρέσουν τα ομαδικά σπορ. Αντιθέτως, καταντά εμμονικός με όσα τοποθετούν τον άνθρωπο στο επίκεντρο και τους συντρόφους του παρατηρητές ή παρτενέρ. Την ταυρομαχία και το μποξ, το κυνήγι και το ψάρεμα. Ο άνθρωπος στην αρένα της ύπαρξης, θέαμα και θεατής μιας κερκίδας που παρακολουθεί την περιπέτειά του. Οταν το 1949 έρχεται το τσίρκο του Μοραλίτο στην Αβάνα, ο Χέμινγουεϊ δέχεται να μπει στο κλουβί των λιονταριών προς τέρψη των ντόπιων. Οπως παραδέχεται στον ιδιοκτήτη, «ήρθαν για να δουν πώς θα με κατασπαράξουν τα κτήνη, όχι πώς θα τα δαμάσω εγώ».

Αντιθέτως, η ιχνογράφηση της «ρευστής σεξουαλικότητας» κάτω από την αφηγηματική επιφάνεια δεν οδηγεί στην ανακάλυψη νέας ηπείρου. Και πώς αλλιώς, όταν επί έξι δεκαετίες ορκισμένοι ερευνητές ανατρέχουν στα αρχεία σαν ταξιδιώτες στις ταυρομαχίες της Παμπλόνα; Από την άλλη, η Dearborn δεν απορρίπτει τις σχετικά πρόσφατες αναγνώσεις του Χέμινγουεϊ ως συγγραφέα που «πειραματίστηκε» με ανδρόγυνες εικόνες (ειδικά στον «Κήπο της Εδέμ») υπερβαίνοντας ακόμη και τις προσδοκίες του αναγνωστικού κοινού, που, παρεμπιπτόντως, χτίστηκε με τη συνταγή της λίστας best seller (ο «Αποχαιρετισμός στα όπλα» πούλησε 70.000 αντίτυπα σε τρεις μήνες και το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» έμεινε στη λίστα επί δύο χρόνια). Ακόμη κι έτσι, όμως, δεν είναι ο συγγραφέας που επεκτείνει τους σεξουαλικούς ρόλους του κυνηγού και του «θηράματος» για new age αναγνώστες – το πολύ πολύ να τους αναποδογυρίσει μέσα στην αφήγηση. Βαρύτητα σ’ αυτό το πλαίσιο πάντως αποκτά η σχέση με τον γιο του Γκρεγκ, ο οποίος επιλέγει τη γυναικεία ένδυση από την ηλικία των 16. Οπως γράφει ο πατέρας του – για τον οποίο η θηλυπρέπεια δεν παύει ποτέ να συνδέεται με την αμαρτία -, «ύστερα από εμένα έχει την πιο σκοτεινή πλευρά στην οικογένεια». Δεν μοιάζει με επίθεση, παρατηρεί η βιογράφος, αλλά με ενσυναίσθηση. Η «σκοτεινή πλευρά» μπορεί να γεννά δαίμονες, αλλά γεννά και δυνατότητες.

Το έργο και ο μύθος

Η αγωνία της γραφής

Και σ’ αυτή τη βιογραφία ο Χέμινγουεϊ είναι πρώτα επικούρειος και μετά στωικός. Ταξιδεύει από την Ισπανία ώς την Ελβετία και την Κωνσταντινούπολη, ανακαλύπτει τον εαυτό του στο Παρίσι της δεκαετίας του 1920, παντρεύεται τέσσερις φορές, συμμετέχει σε σαφάρι στην Αφρική, δένεται με την Κούβα, γίνεται φίλος του Γκάρι Κούπερ, της Μάρλεν Ντίτριχ και της Αβα Γκάρντνερ. Υπομένει παράλληλα τις εναλλασσόμενες κριτικές για τα έργα του και νιώθει ασφυξία όταν ο Φόκνερ του καταλογίζει έλλειψη πειραματισμού – έως και συγγραφική δειλία. Για το τελευταίο του πόνημα, ένα αφήγημα για τον κόσμο των ισπανών ταυρομάχων, το οποίο δουλεύει το καλοκαίρι του 1959, φτάνει τις 70.000 λέξεις χωρίς να μπορεί να κόψει ούτε μία. Χάνει το δάσος της ελλειπτικότητας για τα δέντρα των εννοιών. Κι αυτό του στοιχίζει όπως κάθε φορά που αντιμετωπίζει την αγωνία της γραφής. Το «Ο γέρος και η θάλασσα» παίζει τον ρόλο του για να κερδίσει το Νομπέλ Λογοτεχνίας (1954), αλλά το συναίσθημα αυτή τη φορά πέφτει στα βαθιά παρασύροντας μαζί με τον μεγάλο ξιφία τον Νάρκισσο που αντικρίζει το είδωλο του πάσχοντος συγγραφέα στην επιφάνεια της θάλασσας.

Ο τελευταίος σταθμός

Εκ των υστέρων η αυτοκτονία του πατέρα του με καραμπίνα μοιάζει σαν προοικονομία σε οικογενειακή τραγωδία. Στις 2 Ιουλίου 1961 παίρνει το κλειδί απ’ τον καθρέφτη της κουζίνας, κατεβαίνει στην αποθήκη των όπλων, παίρνει την καραμπίνα Boss και ανεβαίνει στην είσοδο του σπιτιού, όπου αυτοπυροβολείται. Η Dearborn εμφανίζει το γεγονός ως τον τελευταίο σταθμό σε μια βραδυφλεγή διαδικασία κατά την οποία ο στυλίστας του machismo συντρίβεται από τις υπερεγωτικές φαντασιώσεις του, τη μανιοκατάθλιψη, τα εγκεφαλικά τραύματα από τροχαία ατυχήματα και μια προσωπική υπερσυνταγογράφηση με ηρεμιστικά και αλκοόλ.

Ακόμη και αν ο ήχος του όπλου ανήκε στο χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (είχε προηγηθεί μια απόπειρα την ίδια χρονιά), πέρασε στην περιοχή όπου το έργο δεν σημαίνει τίποτε χωρίς τον μύθο και αντιστρόφως. Αυτό υπενθυμίζει η νεότερη βιογραφία, όπως και το γεγονός ότι το συγγραφικό joie de vivre του Χεμινγουέι επιβιώνει ώς τις μέρες μας, μετασταλαγμένο σε φευγαλέες ημερολογιακές καταγραφές, δημοσιογραφικές αυτοψίες (για τον Ισπανικό Εμφύλιο, τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τα Βαλκάνια και τη Θράκη), δευτεροκλασάτα μυθιστορήματα. Είτε γράφει για την αμερικανική Δύση, τον Ισπανικό Εμφύλιο είτε το Παρίσι του Μεσοπολέμου, οι εποχές διατηρούν τα ίδια χρώματα – ενός ιδιότυπου λυρισμού που δεν αφήνει τα συναισθήματα εκτεθειμένα. «Υποτίθεται ότι μελαγχολία ένιωθες το φθινόπωρο. Ενα κομμάτι του εαυτού σου πέθαινε κάθε χρόνο, όταν τα φύλλα έπεφταν απ’ τα δέντρα και τα κλαδιά τους έμεναν γυμνά στον άνεμο και στο ψυχρό χειμωνιάτικο φως. Ηξερες, όμως, ότι θα υπήρχε πάντα άνοιξη, όπως ήξερες κι ότι το ποτάμι θα ξανακυλούσε όταν έλειωναν οι πάγοι του. Κι όταν οι παγερές βροχές συνέχιζαν και σκότωναν την άνοιξη, ήταν σαν να πέθαινε ένας νέος άνθρωπος χωρίς λόγο» («Μια κινητή γιορτή», εκδ. Καστανιώτη, μτφ. Σταύρος Παπασταύρου, 2004).

Mary V. Dearborn

«Ernest Hemingway – A biography»

Alfred Knopf, 2017.

Τα μυθιστορήματα που αναφέρονται κυκλοφορούν όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη