Η έκδοση του γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ «Ελλάδα 1915 – 1917: μέσα από τα ρωσικά αρχεία» (2016), η οποία αναμένεται να κυκλοφορήσει στα ελληνικά τον ερχόμενο Οκτώβριο από τον Γκοβόστη, οφείλεται σε μια τυχαία ανακάλυψη: ενός τόμου με τηλεγραφήματα ρώσων απεσταλμένων σε Αθήνα, Παρίσι, Ρώμη και Λονδίνο την περίοδο 1915 – 1917. Μέσα από αυτά διαφαίνεται η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά και ο τρόπος εμπλοκής της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (στο πλευρό της Αντάντ). Ο τόμος είχε κυκλοφορήσει το 1932 στη Δρέσδη, στη γερμανική γλώσσα, αλλά έκτοτε έπεσε σε αφάνεια, όπως σημειώνει ο ίδιος ο Ρίχτερ. Κατά την επίμαχη περίοδο οι ελληνικές κυβερνήσεις ήταν εξαιρετικά βραχύβιες (από το 1915 ώς το 1917 τα σχήματα ήταν διαδοχικά οι κυβερνήσεις Δ. Γούναρη, Ε. Βενιζέλου, Αλ. Ζαΐμη, Στεφ. Σκουλούδη, Αλ. Ζαΐμη, Ν. Καλογερόπουλου, Σπ. Λάμπρου). Πρεσβευτής της Ρωσίας στην Ελλάδα ήταν ο πρίγκιπας Ντεμίντοφ.

Το απόσπασμα που προδημοσιεύουμε, με την άδεια του εκδοτικού οίκου, προέρχεται από το κεφάλαιο με τις κινήσεις των εμπλεκόμενων πλευρών το 1917, πριν από την ανατροπή του βασιλιά Κωνσταντίνου, την οποία επιθυμούσε η Γαλλία και απευχόταν ο ξάδελφός του, Νικόλαος Β’ της Ρωσίας (που τελικά ανετράπη τον Φεβρουάριο του 1917).

H αγγλογαλλική συμφωνία

«Την 1η Ιουνίου ο πρέσβης της Ρωσίας στη Ρώμη, Giers, ανέφερε προς την Πετρούπολη (Πέτρογκραντ) ότι το Λονδίνο και το Παρίσι είχαν καταλήξει σε συμφωνία επί του ελληνικού ζητήματος. Θα προέβαιναν στην κατάληψη της Θεσσαλίας και στη συγκρότηση μιας επιτροπής, η οποία θα ήταν επιφορτισμένη με την ισομερή κατανομή της σοδειάς σε ολόκληρη την Ελλάδα. «Στο Βασιλιά Κωνσταντίνο θα προταθεί να εγκαταλείψει την Ελλάδα· εάν δεν υπακούσει, ο αποκλεισμός της Ελλάδας θα καταστεί αυστηρότερος και η διώρυγα της Κορίνθου θα καταληφθεί από γαλλικά στρατεύματα. Ο πρώην υπουργός Jonnart (ενν.: Εξωτερικών), κατόπιν αποφάσεως των προστατριών δυνάμεων, θα αναλάβει καθήκοντα ύπατου αρμοστή στην Αθήνα. Ο Jonnart θα έχει υπό τις διαταγές του το Στρατηγό Sarrail και τους επιτετραμμένους των Συμμαχικών κυβερνήσεων. Οι πρέσβεις θα ανακληθούν». Οι Αγγλοι είχαν αξιώσει να αντικατασταθεί ο Βασιλιάς από έναν πρίγκιπα της βασιλικής οικογένειας. Ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών, Sonnino, είχε επισημάνει ότι στο Saint Jean de Maurienne είχε ληφθεί η απόφαση να εκθρονιστεί ο Βασιλιάς μόνον εφόσον σημειωνόταν στην Αθήνα «μια γενικευμένη σφαγή» των βενιζελικών, κάτι που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Πέραν τούτου, την εξουσία είχε μια νέα, φιλική προς την Αντάντ κυβέρνηση. Σε ό,τι αφορούσε την ανάκληση των πρέσβεων, η Ιταλία διατηρούσε το δικαίωμα να πράξει κατά το δοκούν.

[…] Ο Ρώσος πρέσβης στην Αθήνα ζήτησε από την Πετρούπολη (Πέτρογκραντ) να τον ενημερώσει εγκαίρως για τα σχέδια που εκπονούνταν, ώστε να είναι επαρκής ο χρόνος για την προετοιμασία του ιδίου και της ρωσικής παροικίας. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, M. Terestschenko, φοβόταν ότι ενδεχόμενη ανατροπή του Κωνσταντίνου, που σχεδίαζαν οι Αγγλοι και οι Γάλλοι, θα μπορούσε να οδηγήσει σε εμφύλιο πόλεμο και, κατά συνέπεια, στην απόσυρση σημαντικών δυνάμεων από το Μακεδονικό Μέτωπο. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αποδέσμευση δυνάμεων των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, που θα ήταν δυνατόν να διατεθούν για την αναχαίτιση της ρωσικής επίθεσης. Ως εκ τούτου, θεωρούσε άκαιρη και επικίνδυνη τη διεξαγωγή της επιχείρησης ανατροπής του Κωνσταντίνου τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ο Demidow θα έπρεπε να συζητήσει το ζήτημα αυτό με τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας.

Στις 4 Ιουνίου ο Demidow επανήλθε με νεότερη αναφορά του. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, στην τελευταία διάσκεψη του Λονδίνου οι Σύμμαχοι είχαν συμφωνήσει να κάνουν δεκτές τις γαλλικές αξιώσεις σχετικά με την Ελλάδα. Η απόφαση αυτή θα προκαλούσε οπωσδήποτε κραδασμούς. Κατά πάσαν πιθανότητα, ο Jonnart θα έφθανε σύντομα στην Αθήνα. Στην ουδέτερη ζώνη θα συγκεντρώνονταν γαλλο-αγγλικά στρατεύματα. Ο ελληνικός Τύπος φοβόταν τυχόν προέλασή τους προς την Αθήνα. […] Οι Ιταλοί ήταν έτοιμοι να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και να καταλάβουν την Ηπειρο, συμπεριλαμβανομένων των Ιωαννίνων και της Πρέβεζας.

«Πολιτική ηθική»

Κατά τη γνώμη του, η πολιτική που ακολουθούσε η Γαλλία «δεν ήταν ούτε κατ’ ελάχιστον σύμφωνη με τις δικές μου αντιλήψεις περί πολιτικής ηθικής» και κατά πάσαν πιθανότητα δεν ήταν συνετή. Πέραν τούτου, η εν λόγω πολιτική βρισκόταν σε αντίθεση με τα ρωσικά συμφέροντα σε αυτήν την περιοχή. «Ωστόσο, το γεγονός ότι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ο Βενιζέλος επιβάλλεται στην Παλαιά Ελλάδα σε συνδυασμό με τη διατήρηση ενός χωρίς προηγούμενο εξάμηνου αποκλεισμού όχι μόνο δεν είναι σύμφωνο με τις επίσημες δηλώσεις των δυνάμεων, που αφόπλισαν την Ελλάδα στο μέγιστο δυνατό βαθμό, αλλά και βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με τις διακηρυγμένες από την Αντάντ ύψιστες θεμελιώδεις αρχές της ελευθερίας των μικρών κρατών και του εθνικού αυτοπροσδιορισμού των λαών».

Στις 5 Ιουνίου ο Demidow πληροφορήθηκε ότι η Ρώμη είχε εκφράσει τη δυσαρέσκειά της προς το Λονδίνο για τη σχεδιαζόμενη επιβολή κυρώσεων. Εξάλλου, η σερβική κυβέρνηση ήταν εξοργισμένη με το ενδεχόμενο απόσυρσης στρατευμάτων από το Μακεδονικό Μέτωπο και είχε συνομιλίες με την Αυστρία, που είχαν ως αντικείμενο τη σύναψη χωριστής συνθήκης ειρήνης. Το Λονδίνο είχε δώσει εντολή στο Βρετανό πρέσβη να εισηγηθεί στον Jonnart να μην προβεί στην κατάληψη της Θεσσαλίας. Εξάλλου, ο Jonnart θα έπρεπε «να αρκεστεί έως το τέλος του πολέμου στην αξίωση για την αποπομπή του Βασιλιά, που θα συνοδευόταν από το διορισμό ενός από τους πρίγκιπες στη θέση του αντιβασιλέα». Και αυτή η αξίωση θα προκαλούσε αντιδράσεις.

Την ίδια ημέρα ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Terestschenko, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του προς τους διπλωματικούς αντιπροσώπους των Συμμάχων. Θα έπρεπε να αποφευχθεί επί του παρόντος η εφαρμογή μέτρων στρατιωτικού χαρακτήρα. Η Ρωσία δεν είχε ερωτηθεί γι’ αυτά, αν και ήταν μια από τις προστάτιδες δυνάμεις της Ελλάδας. «Κατά την άποψή μου, το γεγονός αυτό υπονομεύει την αρχή της αλληλεγγύης, την οποία έχουν τηρήσει απαρέγκλιτα μέχρι τώρα η Ρωσία, η Γαλλία και η Αγγλία προς όφελος των κοινών συμφερόντων τους»…

Στις 6 Ιουνίου ο David Lloyd George αξίωσε από τον Ribot την άμεση ανάκληση του Sarrail. Ηταν υπεύθυνος για την αποτυχία των επιθέσεων στη Μακεδονία και δεν απέλαυε πλέον της εμπιστοσύνης της βρετανικής κυβέρνησης. Η γαλλική κυβέρνηση ζήτησε να αναβληθεί η απομάκρυνσή του μέχρι να ολοκληρωθούν οι επικείμενες επιχειρήσεις στη Θεσσαλία, την Αθήνα και την Κόρινθο».

Heinz A. Richter

«Ελλάδα 1915 – 1917: μέσα από τα ρωσικά αρχεία»

Εκδ. Γκοβόστη, μτφ. Βαγγέλης Στεργιόπουλος. Αναμένεται τον Οκτώβριο