Ο όρος ήλθε στην επικαιρότητα πέρυσι από τον ανεκδιήγητο άνθρωπο που διοικεί τον Λευκό Οίκο, η πατρότητά του όμως ανήκει στον Στάλιν. Εκείνος αποκαλούσε όποιον δεν συμφωνούσε μαζί του «εχθρό του λαού». Ο χαρακτηρισμός αυτός, έγραψε στην αυτοβιογραφία του ο διάδοχός του, ο Νικίτα Χρουστσόφ, στοίχισε τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Οι ιστορικοί θα ανακάλυπταν στη συνέχεια ότι ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων της σταλινικής περιόδου ήταν πολλά εκατομμύρια.

Την περασμένη Πέμπτη, γύρω στις 350 αμερικανικές εφημερίδες απάντησαν συντονισμένα στη στοχοποίησή τους από τον πρόεδρο Τραμπ και τους οπαδούς του. «Οι δημοσιογράφοι δεν είναι ο εχθρός», έγραψε η Boston Globe, που είχε την ευθύνη για τον συντονισμό αυτής της εκστρατείας. «Ο ελεύθερος Τύπος σάς χρειάζεται», τιτλοφόρησαν το δικό τους άρθρο οι New York Times, υπενθυμίζοντας μια απόφαση που είχε λάβει το Ανώτατο Δικαστήριο το 1964, σύμφωνα με την οποία η δημόσια συζήτηση δεν πρέπει απλώς να είναι ελεύθερη και ανεμπόδιστη, αλλά «μπορεί και να περιλαμβάνει βίαιες, καυστικές και μερικές φορές δυσάρεστα οξείες επιθέσεις εναντίον κυβερνητικών και κρατικών αξιωματούχων».

Αυτό αποτελεί δικαίωμα, αλλά ορισμένες φορές και καθήκον, του Τύπου. Οπως είναι δικαίωμα της κυβέρνησης, οποιασδήποτε δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, να ασκεί κριτική στον Τύπο και να επισημαίνει τα λάθη του. Αυτό που δεν δικαιούται να κάνει μια κυβέρνηση, γιατί όπως γράφουν οι New York Times απειλεί την ίδια την καρδιά της δημοκρατίας, είναι να χαρακτηρίζει «fake news» τις αλήθειες που δεν της αρέσουν.

Στην Ελλάδα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, συμβαίνει ακριβώς αυτό. Και μάλιστα η τέχνη έχει τελειοποιηθεί. Δεν είναι μόνο ο Πρωθυπουργός και οι υπουργοί που χαρακτηρίζουν ψευδές ή κατευθυνόμενο ό,τι δεν τους αρέσει. Είναι και ο επικεφαλής του γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού που επιτίθεται εναντίον δημοσιογράφων και εντύπων είτε από το Facebook είτε από τη… στήλη του στο δημοσιογραφικό όργανο του κυβερνώντος κόμματος. Είναι και οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες που αφιερώνουν σελίδες επί σελίδων για να καταγγείλουν ρεπορτάζ ανταγωνιστικών εντύπων, να συγκρίνουν πρωτοσέλιδα, να ειρωνευτούν δημοσιογράφους.

Αντιδρώντας στην προχθεσινή εκστρατεία του αμερικανικού Τύπου, ο πρόεδρος Τραμπ έγραψε στο Twitter ότι «ο Τύπος είναι ελεύθερος να γράφει και να λέει ό,τι θέλει, τα περισσότερα από αυτά που λέει όμως είναι fake news, που υπηρετούν μια πολιτική ατζέντα ή προσπαθούν απλώς να πληγώσουν ανθρώπους». Την ίδια προσέγγιση ακολουθούν και οι έλληνες κυβερνώντες. Μόνο που εκείνοι δεν απαξιώνουν τον Τύπο συνολικά, αλλά μόνο τα αντιπολιτευτικά μέσα ενημέρωσης, αποδίδοντας συστηματικά τα ρεπορτάζ τους, τα άρθρα τους, και πολύ περισσότερο τις «βίαιες, καυστικές και μερικές φορές δυσάρεστα οξείες επιθέσεις εναντίον κυβερνητικών και κρατικών αξιωματούχων», σε πολιτικές σκοπιμότητες ή επιχειρηματικά συμφέροντα.

Οχι, στην Ελλάδα μια συντονισμένη απάντηση των μέσων ενημέρωσης στις κυβερνητικές επιθέσεις δεν θα μπορούσε δυστυχώς να δοθεί ποτέ.