Η Ελλάδα στην ευρωκρίση τροφοδότησε αρκετούς μύθους. Τώρα, σύμφωνα με τον τελευταίο μύθο, η χώρα έχει διασωθεί! Στις 20 Αυγούστου εκπνέει το πρόγραμμα βοήθειας, μετά οι Ελληνες πρέπει να χρηματοδοτηθούν μόνοι τους. Η ευρωκρίση τελείωσε.

Δύο δεδομένα επαρκούν για να καταρρίψουν αυτό το μύθευμα: Η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη ανάπτυξη στην ευρωζώνη – πρέπει όμως να πληρώνει τα υψηλότερα επιτόκια για τη δανειοδότησή της από τράπεζες. Αλλά μία χώρα μπορεί να χρηματοδοτείται με υψηλά επιτόκια, μόνον όταν έχει και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Αυτό είναι τόσο προφανές, που ούτε η γερμανική κυβέρνηση δεν μπορούσε να το παραγνωρίσει. Η ευρωζώνη, λοιπόν, πήρε μέτρα εξωραϊσμού.

Πρώτο μέτρο: Στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ τον Ιούνιο αποφασίστηκαν επιπρόσθετες ελαφρύνσεις για το ελληνικό χρέος. Τοκοχρεολύσια πάγωσαν εν μέρει μέχρι το τέλος του 2032 και η εξυπηρέτηση του χρέους επιμηκύνθηκε μέχρι το 2056.

Ο στόχος ήταν σαφής: Αν ο δημόσιος δανεισμός είναι φθηνός, η πτώχευση είναι λιγότερο πιθανή – αυτό από την πλευρά του συμπιέζει και τα επιτόκια ρίσκου για τις ιδιωτικές τράπεζες. Θεωρητικά. Διότι στην πράξη τα επιτόκια που πληρώνουν οι Ελληνες στις αγορές παραμένουν υψηλά. Για αυτό αποφασίστηκε – δεύτερον – ένα μαξιλάρι 24,1 δισ., προκειμένου να μπορούν οι Ελληνες να πληρώσουν όλες τις υποχρεώσεις τους μέχρι τα μέσα του 2020.

Βερολίνο και Βρυξέλλες γνωρίζουν λοιπόν επακριβώς πόσο απίθανο είναι η Ελλάδα να αυτοχρηματοδοτηθεί. Διαφορετικά δεν θα αποφάσιζαν ένα τέτοιο μαξιλάρι. Ωστόσο, κανένας δεν είχε πλέον όρεξη για νέα πακέτα διάσωσης και ελπίζει ότι μέχρι το 2020 η Ελλάδα θα έχει ραγδαία ανάπτυξη.

Δυστυχώς, αυτή ακριβώς η ανάπτυξη είναι απίθανη, διότι η ευρωζώνη συνεχίζει να επιμένει σε μέτρα λιτότητας. Καθοριστικό επ’ αυτού είναι το «πρωτογενές πλεόνασμα» ύψους 3,5% μέχρι το 2022 και μετά ετησίως 2,2% μέχρι το 2060. Πλεονάσματα διαρκείας και μάλιστα τόσο υψηλά δεν είχε μέχρι τώρα καμία χώρα. Γιατί θα έπρεπε η φτωχή Ελλάδα να πετύχει κάτι που ακόμη και για την πλούσια Γερμανία δεν είναι εφικτό;

Το Βερολίνο συμπεριφέρεται σαν κτηνοτρόφος, που δεν ταΐζει την αγελάδα του, αλλά περιμένει από αυτήν να παράγει πολύ γάλα. Η πραγματικότητα είναι ακόμα χειρότερη: Η γερμανική κυβέρνηση συμπεριφέρεται ως κτηνοτρόφος που επιπρόσθετα δέρνει τη λιμοκτονούσα αγελάδα του.

Πολλά από τα προβλήματα της Ελλάδας έχουν τη ρίζα τους στην ευρωζώνη.

Το βασικό πρόβλημα: Επικρέμεται συνεχώς η απειλή πτώχευσης, σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν ορθοποδήσει. Ετσι ξεκινά ένας φαύλος κύκλος. Επειδή η πτώχευση είναι ανά πάσα στιγμή πιθανή, είναι υψηλά τα επιτόκια ρίσκου στις αγορές. Συνακόλουθα ανεβαίνουν και τα πραγματικά επιτόκια που είναι υψηλότερα από τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, κάτι που με τη σειρά του καθιστά πιθανή την πτώχευση.

Το μαξιλάρι των 24,1 δισ. δεν βοηθά. Αντίθετα, ενισχύει την εντύπωση ότι πρέπει να υπολογίζει κανείς με την πτώχευση της χώρας, όταν θα εξαντληθούν τα δισ. του μαξιλαριού.

Πρέπει να αντιμετωπιστούν στη ρίζα τους τα αίτια που εξακοντίζουν στα ύψη τα ελληνικά επιτόκια. Η ευρωζώνη πρέπει να στείλει το σαφές μήνυμα ότι δεν θα επιτρέψει την πτώχευση ενός κράτους-μέλους της.

Το εργαλείο υπάρχει και ονομάζεται Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Οι Κεντρικές Τράπεζες ιδρύθηκαν ακριβώς για να αποτρέπουν τον πανικό των αγορών. Προς τούτο, εν ανάγκη, αγοράζουν ομόλογα των δικών τους κυβερνήσεων. Η ΕΚΤ αγοράζει επίσης ομόλογα όλων των χωρών της ευρωζώνης – με μόνη εξαίρεση της Ελλάδας.

Οι επενδυτές αντιδρούν λοιπόν με σύνεση και λογική, όταν θεωρούν επισφαλή την Ελλάδα και απαιτούν επιτόκια ρίσκου. Διότι η ευρωζώνη κάνει τα πάντα για να παραμείνει η Ελλάδα επισφαλής.

Η Ουλρίκε Χέρμαν είναι βασική αρθρογράφος της αριστερής εφημερίδας του Βερολίνου «Τageszeitung». Εχει γράψει τα βιβλία «Κανένας καπιταλισμός επίσης δεν είναι λύση» για τη σημερινή κρίση της οικονομίας και «Τι μπορούμε να μάθουμε από τους Σμιθ, Μαρξ και Κέινς»