Στις 4 Οκτωβρίου 1973 ο Κάρολος Κουν, ψυχή του Θεάτρου Τέχνης, μιλάει στα «ΝΕΑ». Συνομιλεί με τον Γ.Κ. Πηλιχό για την τριαντάχρονη πορεία του Θεάτρου Τέχνης, τη θεατρική δημιουργία, την τέχνη και τους δημιουργούς.

Αφορμή για την ίδρυσή του όπως λέει ο ίδιος ήταν «η ανάγκη της δημιουργίας ενός θεάτρου συνόλου από μία ομάδα που θα είχε μάθει να σκέφτεται και να εργάζεται με ψυχική και οργανική ενότητα. Η δημιουργία ενός θεάτρου έξω από το εμπορικό κύκλωμα, ενός θεάτρου αδέσμευτου από επιχειρηματία, απαλλαγμένου από βεντετισμούς, ανένδοτου σε καλλιτεχνικούς συμβιβασμούς. Επίσης στους στόχους ήταν ανέκαθεν η δημιουργία και η σωστή εξέλιξη νέων ελλήνων συγγραφέων καθώς και η σύγχρονη ερμηνεία του Αρχαίου Δράματος και των κλασικών συγγραφέων.

Αν εξαιρέσει κανείς τις οικονομικές δυσκολίες, συχνά αγχώδεις και ανυπέρβλητες, οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε στο Θέατρο Τέχνης ήταν η διαφύλαξη της εσωτερικής ενότητας του θεάτρου από φιλοδοξίες, εγωισμούς και αδυναμίες, καθώς και η περιφρούρηση από τους κινδύνους τους εξωτερικούς, όπως το εμπορικό κύκλωμα του θεάτρου, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση κι ακόμα οι φίλοι και οι κριτικοί. Ενα θέατρο συνόλου, ταγμένο σε ένα καλλιτεχνικό σκοπό, μπορεί εύκολα να αποσυνδεθεί μέσα στο κύκλωμα του κατεστημένου…»

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ. «Η εγκεφαλική έκφραση είναι ουσιαστικά έκφραση ευνουχισμένη. Πώς μπορεί να υπάρξει θεατρική έκφραση με αναίσθητα και νεκρά σώματα, σώματα που να κινούνται αναγκαστικά σύμφωνα με κατασκευασμένες επιταγές; Δεν μπορεί να υπάρξει γνήσια έκφραση που να γεννά θεατρική μαγεία αν δεν ερεθισθούν, αν δεν ηλεκτρισθούν η ευαισθησία και οι αισθήσεις. Και ο ανθρώπινος εγκέφαλος απομονωμένος από τέτοιους ερεθισμούς είναι λειψός και αδύναμος για μία τέτοια λειτουργία.

Οσο ο ηθοποιός προσαρμόζεται και ταυτίζεται με τον ρόλο, άλλο τόσο και ο ρόλος ταυτίζεται με τον ηθοποιό. Είναι επόμενο, ακόμα και σε ένα θέατρο συνόλου να υπάρχουν ηθοποιοί με λιγότερα ή περισσότερα προσόντα, με μικρότερη ή μεγαλύτερη κλίμακα ρόλων. Θέατρο συνόλου δεν σημαίνει θέατρο εξίσωσης, αλλά θέατρο όπου κάθε ηθοποιός συμβάλλει αρτιότερα σύμφωνα με τις δυνατότητές του. Στην εκλογή των ηθοποιών δίνουμε περισσότερη σημασία στο κατά πόσον η υφή, ο ρυθμός, οι ηχητικές και κινησιακές δυνατότητες του ερμηνευτή ταιριάζουν στον συγκεκριμένο ρόλο, παρά στην εμφάνιση και τα επιφανειακά προσόντα. Η αφετηρία και η βάση του θεάτρου λοιπόν, όπως κάθε μορφής τέχνης, είναι η ποίηση και η μαγεία. Αν λείψουν αυτά δεν υπάρχει θέατρο».

ΤΟ ΣΤΥΛ ΚΟΥΝ. «Από καιρό σε καιρό σταχυολογούσα πότε συνειδητά και πότε ασυνείδητα στοιχεία από θεωρίες και επιτεύξεις που με ερέθιζαν. Πιστεύω στον Στανισλάβσκι που συνέστησε στους μετέπειτα να αντλήσουν από τις σκέψεις και τις εμπειρίες του ό,τι προωθεί το έργο τους και να απορρίψουν ό,τι στέκεται εμπόδιο στην εξέλιξή τους. Επιδίωξή μου ήταν και είναι η διαμόρφωση ενός θεάτρου οργανικού, όπου με την προβολή της ποίησης και της αλήθειας της ζωής να δημιουργείται η θεατρική μαγεία. Ενα θέατρο όπου νους και αισθήσεις, κίνηση και φωνή θα πειθαρχούν απόλυτα στη μορφή και στους στόχους του έργου. Είναι μία θεατρική διδασκαλία που στις τεχνικές βάσεις και λεπτομέρειες εξελίχθηκε και διαμορφώθηκε εμπειρικά.

Δεν μου είναι δυνατόν να δουλέψω προγραμματισμένα. Ούτε καν να σκεφθώ μπορώ προγραμματισμένα. Δουλεύω εμπειρικά και ερεθίζομαι βλέποντας και ακούγοντας. Μόνο το ζωντανό σώμα, η φωνή, ο λόγος και η κίνηση με κεντρίζουν και με καθοδηγούν. Εκτός από μία γενική ενστικτώδικη σύλληψη μορφής και ρυθμών, η κάθε λεπτομέρεια αποκαλύπτεται κατά τη διάρκεια της δουλειάς. Ποτέ βάσει προμελετημένου σχεδίου. Πιστεύω πολύ στη δύναμή μας και στη γνώση μας την εσωτερική. Σε αυτά που ούτε ξέρουμε πώς τα ξέρουμε, ούτε τα υποπτευόμαστε συνειδητά.

Δεν θα είχα να δώσω καμία συμβουλή σε έναν νέο ηθοποιό ή σκηνοθέτη. Το να δίνεις συμβουλές είναι σαν να ζητάς να στερήσεις από έναν άνθρωπο τη χαρά να βρει μόνος του τι θέλει να είναι, τι θέλει να πιστεύει, τι θέλει να κάνει».