Οταν τον Νοέμβριο του 2015 η Τουρκία κατέρριψε το ρωσικό μαχητικό SU-24, διεθνείς αναλυτές προχώρησαν σε υποθέσεις για το μέλλον των σχέσεων Δύσης και Ρωσίας με κυρίαρχη την υπόθεση ότι το ΝΑΤΟ θα έμπαινε στην πρώτη γραμμή υπεράσπισης ενός απειλούμενου μέλους του.

Τα πράγματα έκαναν στροφή 180 μοιρών σε ελάχιστο χρόνο και η αναδίπλωση Ερντογάν έδωσε το θεαματικό αποτέλεσμα της σύσφιγξης των ρωσοτουρκικών σχέσεων που κατέληξε στη σύναψη συμφωνιών τόσο για την αγορά της ρωσικής αντιπυραυλικής συστοιχίας S-400 όσο και για την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου στο Ακουγιου. Για να καταλήξει σε στρατιωτική σύμπραξη Μόσχας – Αγκυρας στη Συρία.

Στο μεταξύ, ο Ερντογάν έκρινε σκόπιμο να ανεβάσει σταδιακά τις εκλογικές μετοχές του με εμπρηστική συνθηματολογία κατά της Ελλάδας. Με πολλές υποτιμητικές και απαξιωτικές δηλώσεις που, μαζί με την επιδίωξή του να βγει ενισχυμένος στη μάχη του για την προεδρία, ικανοποιούσαν ένα ευρύ κοινό που έχει συνηθίσει να του εμφανίζουν οι ταγοί του εχθρούς και αποδιοπομπαίους στην επιδίωξή τους να συσπειρώσουν τις λαϊκές συνειδήσεις.

Σε αυτή την ατμόσφαιρα ιαχών, ήταν ιδιαίτερα αισθητός ο θόρυβος των τουρκικών αντιδράσεων για τους οκτώ τούρκους αξιωματικούς που ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα παράλληλα με εκείνον της Ελλάδας για τη σύλληψη των δύο ελλήνων στρατιωτικών. Και ενώ η κράτηση των τελευταίων έδειχνε να έχει προοπτική συνέχισης, το βράδυ της 14ης Αυγούστου ανακοινώθηκε η απελευθέρωσή τους. Η ελληνική πλευρά αντέδρασε σχετικά μετρημένα και χωρίς κορόνες προβάλλοντας την αποτελεσματικότητα των διακριτικών διπλωματικών διαβουλεύσεων που οδήγησαν και αυτές στην ευτυχή κατάληξη.

Προφανώς η Τουρκία διαπίστωσε ότι η υπερφόρτωση του ονόματός της με τις, χαρακτηρισμένες ως «ομηρείες», κρατήσεις των δύο ελλήνων στρατιωτικών παράλληλα με εκείνη του αμερικανού πάστορα Μπράνσον, ήταν υπερβολική για τις διπλωματικές αντοχές της. Ιδιαίτερα μάλιστα τη στιγμή που η Ουάσιγκτον, μετά από μία περίοδο ανοχής, αποφάσισε να δείξει τα δόντια της προκαλώντας μεγάλη οικονομική αναστάτωση στην Αγκυρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε άλλους τομείς. Με την απελευθέρωση των ελλήνων στρατιωτικών η Αγκυρα απαλύνει μια μεγάλη σκιά στην εικόνα της προς τη Δύση αποκτώντας, θεωρητικά, περισσότερο χώρο για συναινετικούς ελιγμούς με τις ΗΠΑ.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, από την πλευρά τους, δεν επανέρχονται αυτόματα στην «κανονικότητα» των παλιών ημερών της διακυβέρνησης της Τουρκίας από το ΑΚΡ του κ. Ερντογάν. Ομως, η Αγκυρα δεν αποκλείεται να δώσει δείγματα διάθεσης για αποσυμφόρηση και να ανταποκριθεί στα ήδη θετικά μηνύματα που, αμέσως μετά την απελευθέρωση των ελλήνων στρατιωτικών, εξέπεμψε η ελληνική πλευρά σε σχέση με την εξέλιξη των διμερών σχέσεων.

Εχοντας ως δεδομένο την «ευελιξία» που επέδειξε η Τουρκία στην εξαιρετικά επικίνδυνη προστριβή της με τη Ρωσία προκρίνοντας τη σύμπραξη και τη συμπόρευση με την τελευταία, δεν πρέπει να αποκλείεται η επιλογή της για ανάληψη θετικών πρωτοβουλιών έναντι της Ελλάδας. Οχι διότι οι ανάγκες της είναι όμοιες με εκείνες που είχε κατά την αντιπαράθεση με τη Μόσχα, αλλά διότι πρώτιστα έχει άμεση ανάγκη διάλυσης των νεφών που τη σκιάζουν διεθνώς. Και η ανάγκη αυτή είναι σχεδόν επιτακτική για την προβολή ιδιαίτερα στην Ευρώπη μιας ανανεωμένης και πιο θετικής εικόνας της Τουρκίας τη στιγμή που οι ΗΠΑ δείχνουν να έχουν στραμμένο το ενδιαφέρον τους περισσότερο προς άλλες κατευθύνσεις.

Σε μία τέτοια περίπτωση, η ελληνική πλευρά πρέπει να είναι προετοιμασμένη να αντιδράσει θετικά. Οχι συρόμενη από συναισθήματα, πιέσεις ή αμηχανία αλλά παίρνοντας η ίδια την πρωτοβουλία να σύρει τον χορό της προσέγγισης. Είναι καθήκον της – παράλληλα με την οφειλόμενη εγρήγορση για καθετί που θα ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντά της – να δράσει άμεσα προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του πλέγματος ασφάλειας στις σχέσεις της με την Τουρκία. Οσο και αν η υπόθεση αυτή ακούγεται «ρομαντική» ας μην αποκλείουμε το ενδεχόμενο θετικής τροπής των καταστάσεων. Εστω μερικής, έστω μη μακροπρόθεσμης.

Ο Γιώργος Κακλίκης είναι πρέσβης επί τιμή