Κάνατε τρεις υπόγειες γκαρσονιέρες σπίτι σας. Η απόλυτη απομόνωση. Το είχατε ανάγκη;

Βέβαια, αλλά δεν προέκυψε τώρα. Από την εποχή που ζούσα στο Παρίσι είχα αυτή την επιθυμία. Πάντα χρειαζόμουν την ησυχία μου. Αυτό δεν έχει αλλάξει από τότε που ξεκίνησα να γράφω. Εζησα 14 χρόνια παντρεμένος, μεγάλωσαν τα παιδιά μου. Χώρισα χωρίς να υπάρχει τρίτο πρόσωπο, ήταν σαφές ότι ήθελα να ρυθμίσω τη ζωή μου με βάση τις ανάγκες που απαιτούσε το γράψιμό μου.

Οι συγγραφικές ανάγκες είναι μεγαλύτερες από αυτές της ζωής;

Φυσικά, γιατί σου κάνει εντύπωση; Αλλιώς δεν γίνεσαι ποτέ συγγραφέας. Ηθελα να θωρακίσω την ιδιωτικότητά μου.

Η ζωή σας είναι αποτέλεσμα των επιλογών σας; Είχατε πάντα των έλεγχο;

Θεωρώ ότι εμείς είμαστε συγγραφείς της ζωής μας και είναι λίγο ανόητο να βρίσκουμε δικαιολογίες για να αθωώσουμε κάτι που τελικά μάς ταλαιπώρησε ή αποδείχθηκε λάθος. Ετσι λοιπόν έκανα αυτό που ήταν απαραίτητο για να γράψω και να επιβιώσω. Δεν γίνεται να κάνεις καλά δύο πράγματα στη ζωή σου. Μπορείς να είσαι καλός σε ένα και να είσαι μέτριος στα άλλα.

Δεν είχατε την επιθυμία ή την ανησυχία να είστε καλός πατέρας, σύντροφος, φίλος; Δεν ήταν σημαντικά αυτά για σας;

Υπάρχουν καλοί πατεράδες; Είναι μία ανοησία αυτό. Ημουν κοντά στα παιδιά μου και μπορώ να σου πω ότι έκανα περισσότερα πράγματα για εκείνα από τη στιγμή που χώρισα. Αισθανόμουν ελεύθερος, πιο διαθέσιμος και τα έβλεπα και με πιο πολύ κέφι, παρά την εποχή που μέναμε στο ίδιο σπίτι που μ’ ενοχλούσαν οι φωνές τους. Ερχονταν τα Σαββατοκύριακα στο σπίτι μου στο Παρίσι, περνούσαμε ωραία. Αρχισα να γίνομαι φίλος με τα παιδιά αφότου χώρισα.

Τι είναι αυτό που θέλατε να τους δώσετε;

Μπορώ να πω τι δεν ήθελα να τους δώσω. Είχαμε αποφασίσει μαζί με τη γυναίκα μου όταν γεννήθηκαν να μην τα πάρουμε ποτέ αγκαλιά και το απαγορεύαμε και στους άλλους.

Αυτό δεν είναι λίγο υπερβολικό, σκληρό;

Η σωματική αυτή επαφή έχει νόημα; Τα αντιμετωπίζαμε ως κανονικούς ανθρώπους. Αυτές τις αγκαλιές τις θεωρώ ευνουχιστικές. Οπως επίσης και τα τάπερ της μαμάς! Η αγκαλιά δεν στηρίζει το παιδί από τη μάνα, αλλά τη μάνα από το παιδί. Υπάρχουν χιλιάδες τρόποι για να δείξεις στα παιδιά σου την αγάπη σου.\

Ησασταν έτσι και πριν φύγετε για το Παρίσι ή σας επηρέασε ο απόηχος των ιδεών του Μάη του ’68;

Ο Μάης ήταν το κίνημα που επηρέασε περισσότερο τη ζωή μου. Οταν έγινε η χούντα υπηρετούσα στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού. Είναι λίγο η ταινία του Περάκη η «Λούφα και παραλλαγή». Ημασταν μαζί φαντάροι με τον Νίκο (σ.σ.: Περάκη). Είμαι αυτός που γράφει στη γραφομηχανή όλη την ώρα και έχει μια γκόμενα από το εξωτερικό. Κάπως έτσι ξεκινάει η αφήγηση της ζωής μου.

Εσείς βάζετε τη ζωή των φίλων σας μέσα στα βιβλία σας;

Φυσικά. Αλλά χωρίς τα ονόματά τους και χρησιμοποιώ κάποια στοιχεία τα οποία έχουν ανάγκη τα πρόσωπα των βιβλίων. Το υπαγορεύει το ίδιο το βιβλίο, όχι η ζωή. Η φαντασία είναι το πιο ζωηρό στοιχείο και, ξέρεις, εγώ δεν θέλω ν’ απελευθερωθώ από τη φαντασία. Θα καταντήσω ένα τούβλο.

Δεν είναι βίαιο να χρησιμοποιείτε στοιχεία από τις ζωές των άλλων;

Ναι, φυσικά. Εχει συμβεί γυναίκες να μου θυμώσουν επειδή ανέφερα ένα περιστατικό, μια λεπτομέρεια που τις αφορούσε. Αλλά δεν με ενδιαφέρουν τα πρόσωπα της ζωής και δεν γράφω για να τακτοποιώ λογαριασμούς.

Επιδιώξατε να ζήσετε τις ιστορίες των ηρώων σας;

Βέβαια η ζωή μου επηρεάζεται από τα βιβλία. Μια τέτοια περίπτωση είναι «Οι ξένες λέξεις». Ο ήρωάς μου ζούσε στο Παρίσι, ήθελε να μάθει μία αφρικανική γλώσσα. Πάω λοιπόν και βρίσκω έναν γέρο γλωσσολόγο, ο οποίος είχε ζήσει 40 χρόνια με τους Πυγμαίους. Του λέω το θέμα και μου εξηγεί ότι στην Αφρική μιλάνε 1.200 γλώσσες. Με παροτρύνει να διαλέξω εγώ, διότι αυτός δεν μπορούσε να μου υποδείξει. Οση ώρα μιλάω μαζί του ξέρω ότι γράφω το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Μου ’ρχεται η ιδέα και τον ρωτάω ποιο είναι το γεωγραφικό κέντρο της Αφρικής. Μου δείχνει το Μπανγκί, πρωτεύουσα της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας. Αρχισα λοιπόν να μαθαίνω τη γλώσσα της χώρας, που είναι τα Σάνγκο, διότι έτσι θα εισχωρούσα στον φανταστικό ήρωά μου. Φυσικά επισκέφτηκα και τη χώρα και πήγα μάλιστα πολλές φορές από τότε.

Υπάρχουν ιστορίες που δεν καταφέρατε να αποτυπώσετε στα βιβλία σας;

Ναι, το βιβλίο που ετοιμάζω τώρα είναι μία τέτοια περίπτωση. Θα δούμε. Αφηγούμαι την περιπέτειά μου με τον καρκίνο και με απασχολούσε πολύ σοβαρά το πώς θα μιλήσω. Ηταν πολύ δύσκολο. Δεν είχα διάθεση να γράψω κάτι κλαψιάρικο, που θα λέω τα βάσανά μου. Είναι ένα μυθιστόρημα, μία κατασκευή από το μηδέν. Αν ήταν να γράψω το τι τράβηξα στη ζωή μου δεν νομίζω ότι θα είχε ενδιαφέρον και φυσικά δεν θα το έκανα ποτέ αυτό. Βασανίστηκα να δω πώς θα το ξεκινήσω.

Πώς δημιουργείτε τις προϋποθέσεις για να ξεκινήσετε το γράψιμο από το μηδέν χωρίς να σας προϊδεάζει η εμπειρία σας;

Ξεκίνησα χρησιμοποιώντας το δεύτερο πρόσωπο στην αφήγηση. Σε πρώτο πρόσωπο ήταν αδύνατον, με ενοχλούσε. Δεν είμαι ο καρκινοπαθής που γράφει ένα βιβλίο. Εμένα η δουλειά μου είναι αυτή. Ο καρκίνος προέκυψε και απλώς έπρεπε να τον βάλω με κάποιον τρόπο μέσα στο βιβλίο. Το δεύτερο πρόσωπο με απαλλάσσει από την ταύτιση. Είναι σαν να το γράφει κάποιος άλλος και αυτό είναι απελευθερωτικό. Αλλά είναι ταυτοχρόνως και εφιαλτικό.

Γιατί;

Ε, γιατί δεν λέω «θέλω να αυτοκτονήσω», αλλά «θέλεις να αυτοκτονήσεις» και είναι πιο σκληρό – τουλάχιστον για μένα.

Θέλατε να αυτοκτονήσετε; Οταν έχεις αντιμετωπίσει δύο καρκίνους απανωτούς και μία εγχείρηση στον πνεύμονα, φυσιολογικό ήταν να το σκεφτώ. Είδα τον θάνατο πολύ κοντά και είπα φτάνει πια, να σταματήσει όλη αυτή η ταλαιπωρία. Ενιωσα ότι η ζωή μου καταντά ένα μαρτύριο. Και, ναι, αυτή ήταν η πιο δύσκολη φάση της ζωής μου τελικά. Είχα έναν ξάδελφο γιατρό και σκεφτόμουν να του πω να μου κάνει ευθανασία.

Πώς ξεφύγατε από αυτό;

Νοσηλευόμουν στο πιο καλό αντικαρκινικό στο Παρίσι, στην Εντατική, και ανέπνεα μέσα από τα μηχανήματα και με φάρμακα τρομερά είχα φοβερές παραισθήσεις. Σαν να είχα πάρει ναρκωτικά. Ημουν μάλιστα πεπεισμένος ότι σε μια άλλη αίθουσα του νοσοκομείου γινόταν μια ελληνοτουρκική γιορτή. Την άκουγα πολύ καθαρά! Ελεγα στα παιδιά μου «πηγαίνετε να φέρετε κανένα γλυκό από τη γιορτή». Αυτή η παραίσθηση δεν με στεναχώρησε. Με παραξένευε που δεν γινόταν αντιληπτό από τους γύρω μου αυτό που άκουγα εγώ. Εβλεπα από το τζάμι να περνάνε άνθρωποι από τον διάδρομο και γνωστοί μου μάλιστα, οι οποίοι πήγαιναν στη γιορτή. Παρατήρησα όμως ότι κανείς δεν στεκόταν στο τζάμι. Και αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν κανείς να μη με προσέχει. Αυτό με πλήγωσε. Μετά άρχισαν οι αφόρητοι πόνοι και είπα «Δεν θέλω να ζω άλλο». Το λέω στον γιο μου τον Αλέξη – ζει στο Παρίσι – και μου απαντάει ψύχραιμα. «Μπαμπά, ο γιατρός είπε ότι θα γίνεις καλά. Μην τα σκέφτεσαι αυτά. Αλλωστε εμείς σε χρειαζόμαστε». Μέσα στη βεβαιότητα ότι είμαι τελειωμένος αρχίζω να σκέφτομαι «Μήπως έχει δίκιο ο μικρός;». Για πρώτη φορά μου ήρθε η διάθεση να γίνω καλά.

Του έχετε πει ποτέ ότι σας έσωσε τη ζωή;

Ναι, βέβαια, και φυσικά εκείνος γελάει! Αλλά έχω σταματήσει ν’ αναφέρομαι σε αυτό το γεγονός, γιατί δεν θέλω να τον φέρνω σε δύσκολη θέση. Η αλήθεια όμως είναι ότι την επόμενη μέρα του περιστατικού με τον γιο μου άρχισα ν’ αναπνέω χωρίς μηχανική υποστήριξη. Τα έχω βάλει όλα αυτά μέσα στο «Κλαρινέτο».

Υπάρχουν λέξεις που σας πληγώνουν όταν τις γράφετε;

Δύσκολη ερώτηση αυτή. Ο,τι έχει σχέση με τη χούντα με πληγώνει. Με πονάνε οι λέξεις «συνταγματάρχης», «Εκκλησία» και «πανικός»! Ξέρω καλά πώς είναι να τα έχεις χαμένα και να τρέχεις σαν τον παλαβό.