«Ηρθε αυτή με τη βιόλα και την μπασαβιόλα». Γελάει δυνατά κάθε φορά που θυμάται πώς υποδέχθηκε μια μερίδα του Τύπου το πρώτο Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής που διοργάνωσε στην Αίγινα. Ισως γιατί βαθιά μέσα της η Ντόρα Μπακοπούλου ήταν σίγουρη για την επιτυχία του εγχειρήματός της. Εχουν περάσει 13 χρόνια από εκείνη την πρώτη φορά και η σπουδαία πιανίστρια που οραματίστηκε διαφορετικές αυγουστιάτικες νύχτες για το όμορφο νησί του Αργοσαρωνικού νιώθει απολύτως δικαιωμένη. Πολλοί την έχουν ακούσει να λέει ότι είναι το «σημαντικό κεφάλαιο της ζωής μου». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή είναι μια ασφαλής παραδοχή, αφού περικλείει και τις δύο μεγάλες της αγάπες: τη μουσική και την Αίγινα. Είχαν ριζώσει άλλωστε βαθιά μέσα της από πολύ μικρή ηλικία.

Πιάνο άκουσε για πρώτη φορά στο ραδιόφωνο, τη μεγάλη «Πολωνέζα» του Σοπέν. Μαγεύτηκε! Λίγες μέρες αργότερα η μητέρα της – κόρη του συγγραφέα Χρήστου Χρηστοβασίλη από την Ηπειρο – αντάλλαξε ένα ψυγείο μ’ ένα πιάνο. Μεγάλωσε στο Ψυχικό στην οδό Μπακοπούλου – δρόμος που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του πατέρα της, ο οποίος ήταν στρατηγός στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αιχμάλωτος των Γερμανών στο Αουσβιτς. Η έφεσή της στη μουσική άρχισε να γίνεται αντιληπτή πολύ νωρίς, αφού από τεσσάρων ετών ό,τι άκουγε στο ραδιόφωνο το έπαιζε στο πιάνο. Στα εννιά της χρόνια ο πατέρας της έπρεπε να πάει στην Αμερική για να υποβληθεί σε μια σειρά από χειρουργικές επεμβάσεις. Εκεί άρχισε να σπουδάζει πιάνο έπειτα από παρότρυνση και ενθάρρυνση του Δημήτρη Μητρόπουλου, ο οποίος την άκουσε ένα βράδυ να παίζει στη Νέα Υόρκη. Ηταν η αρχή μιας πορείας που ευτυχώς δεν ανατράπηκε όταν επέστρεψε στην Ελλάδα. Γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών, όπου είχε δασκάλα μια γυναίκα που αγαπούσε πολύ ο Μάνος Χατζιδάκις, τη Μαρίκα Παπαϊωάννου. Δεν ήταν εκείνη που τον έφερε στη ζωή της.

Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν από τους ανθρώπους που επέδρασαν καθοριστικά στη διαδρομή. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο σπίτι του Φοίβου Ανωγειανάκη (από τους πρώτους μουσικολόγους που υπερασπίστηκαν την αξία της ρεμπέτικης μουσικής) όταν εκείνη ήταν 13 ετών και δέθηκαν αμέσως. Είχε την τύχη να ακούσει πρώτη το «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» που το είχε γράψει το προηγούμενο βράδυ ο σπουδαίος συνθέτης. Πέρα όμως από τη μουσική, εκείνο που επηρέασε τη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής της οντότητας ήταν η παρέα που συναντούσε ο Μάνος Χατζιδάκις στο Πικαντίλι. Η έφηβη τότε Ντόρα Μπακοπούλου άρχισε να συναναστρέφεται – μέσω του Μάνου – τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Νίκο Γκάτσο, τον Νάνο Βαλαωρίτη, τον Νίκο Καρούζο, τον Νίκο Κούνδουρο, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Μίνωα Αργυράκη, τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Ο τελευταίος μάλιστα σε ηλικία 14 ετών τής έβγαλε ορισμένες από τις πιο ωραίες φωτογραφίες της ζωής της, όπως έχει πει η ίδια. Η παρέα με τους ογκόλιθους της πνευματικής ιστορίας της Ελλάδας έβρισκε αντίθετη τη μητέρα της. Εκείνη όμως είχε καταφέρει να δρέψει τους πολύτιμους ανθούς αυτής της συναναστροφής, παίρνοντάς τους μαζί της όταν έφυγε για να συνεχίσει τις σπουδές της στο εξωτερικό. Το 1959 παίρνει το δίπλωμά της από το Ωδείο Αθηνών και αρχίζει να φοιτά στο Conservatoire της Γενεύης με τον Louis Hiltabrand. Αποφοίτησε με Α’ βραβείο δεξιοτεχνίας με διάκριση. Η ζωή της τον πρώτο καιρό στο εξωτερικό δεν ήταν εύκολη, αφού για τέσσερα χρόνια δεν επιτρεπόταν να έρθει στην Ελλάδα. Ετσι έλεγε ο όρος της υποτροφίας που της είχε εξασφαλίσει αυτές τις λαμπρές σπουδές. Η πορεία της Ντόρας Μπακοπούλου άρχισε να συνδέεται με σπουδαία ονόματα όπως εκείνα των Nikita Magalof, Friedrich Gulda, Paul Badura Skoda, Alfred Brendel. Στην Ελλάδα επέστρεψε με πολλές διακρίσεις και η εξαιρετική της πορεία ως σολίστ του πιάνου είχε ήδη ξεκινήσει. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Μάνου Χατζιδάκι είναι ερμηνευμένο από την Ντόρα Μπακοπούλου. Την ίδια στιγμή όμως έδινε και ρεσιτάλ στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου. Εκείνη θα θυμάται πάντα τη βραδιά που έπαιξε στην Πάτρα με τη συμφωνική ορχήστρα της Βαρσοβίας, την οποία διηύθυνε ο σπουδαίος Γιαχούντι Μενουχίν. Τη μάγεψαν η σεμνότητα και η ταπεινοφροσύνη του, στις οποίες αναφέρεται πολύ συχνά.

Η Ντόρα Μπακοπούλου ήταν πάντα ένα ανήσυχο πνεύμα. Κάποια στιγμή, τη δεκαετία του ’70 και όταν όλοι οι δρόμοι της πιανιστικής καριέρας ανοίγονταν μπροστά της με τους πιο ευνοϊκούς όρους, εκείνη θέλησε να δοκιμάσει την τύχη της στο θέατρο. Πηγαίνει στο Παρίσι, αλλά σύντομα επιστρέφει απογοητευμένη. Οταν αφηγείται τους λόγους που γύρισε την πλάτη της στην υποκριτική, πρώτο βάζει τη σεξουαλική παρενόχληση που δέχθηκε.

Πίσω πάλι στην Ελλάδα και στους συναυλιακούς χώρους, όπου δίνει το ένα ρεσιτάλ μετά το άλλο. Πριν από μερικά χρόνια, το 2004, την κάλεσε η καλή της φίλη Μάρθα Αργκεριχ να παίξει στο Φεστιβάλ του Λουγκάνο. Η Ντόρα Μπακοπούλου ένιωσε το «αλισβερίσι» αγάπης και σεβασμού μεταξύ των συναδέλφων της και πώς αυτό διαχεόταν στο κοινό δημιουργώντας από την αρχή έναν καινούργιο, ευγενικό κόσμο. Αρχισε να ονειρεύεται έναν τέτοιο κόσμο να γεννιέται και στο αγαπημένο της νησί, την Αίγινα. Καθόλου δεν την πτόησε το γεγονός ότι οι μελωδίες του Σούμπερτ, του Μπαχ ή του Σοπέν δεν έχουν τόση μεγάλη απήχηση στο ελληνικό κοινό, πολλώ δε μάλλον στην Αίγινα! Ομως εκείνη πιστεύει στη μαγεία και τη δύναμη της μουσικής. Και τελικά τα κατάφερε…

* Το 13ο Διεθνές Μουσικό Φεστιβάλ Αίγινας ολοκληρώνεται στις 25 Αυγούστου στην Παραλία της Αύρας με τη συναυλία της Σαβίνας Γιαννάτου (φωνή) και του Σπύρου Μάνεση (πιάνο) σε τραγούδια της Μεσογείου.