Τις ενδείξεις τις είχαμε. Από πολύ παλιά. Χαραγμένες σε σπηλιές, σε πίνακες, σε γκραφίτι, στη συλλογική μας καταγραφή. Οι τελευταίες ημέρες μάς έφεραν αποδείξεις. Που δύσκολα ξεχνιούνται. Ηταν στα βίντεο από τους ανθρώπους μέσα στο νερό στο Κόκκινο Λιμανάκι ή λίγο πιο πέρα πάνω στα βράχια, που μόλις είχαν γλιτώσει τη φωτιά και προσπαθούσαν να αναπνεύσουν. Δυο δυο, τρεις τρεις ή και περισσότεροι σε μικρές ομάδες. Η ζωή στα απολύτως απαραίτητα: μικρές ανάσες. Εισπνοή – εκπνοή. Απλό, μα τόσο μεγαλειώδες εκείνες τις στιγμές. Ενα πράγμα ξεχωρίζει στα βίντεο κάτω από τους πυκνούς καπνούς – άνθρωποι σε αγκαλιές. Μέσα σε μια απόκοσμη σιωπή. Η γιαγιά με το εγγόνι, οι σύντροφοι, η μητέρα με το παιδί, οι φίλοι, ακόμα και οι άγνωστοι. Σε αγκαλιές.

Και μετά στη στεριά. Τα ψαροκάικα που αποβίβαζαν διασωθέντες. Και εκείνοι που τους περίμεναν. Τι να πεις; Τι να πεις που δεν το λέει καλύτερα μια αγκαλιά; Ή στους δρόμους τους καμένους, εκεί όπου αλλόφρονες έψαχναν ο ένας τον άλλο, τι να πεις μόλις δεις ζωντανό αυτόν που αναζητάς; Τι να πεις που δεν το λέει καλύτερα μια αγκαλιά;

Και μετά, πολύ πέρα από τη στεριά και τη θάλασσα. Σε αυτούς τους δεκάδες που χάθηκαν μέσα στις φλόγες. Στους 26 εκείνου του οικοπέδου που έγινε μαζικός τάφος και βρέθηκαν αγκαλιασμένοι σε μικρές ομάδες. Στους παππούδες που αγκάλιασαν τα δίδυμα κοριτσάκια για να τα προστατεύσουν λες απ’ όλα τα δεινά. Και χάθηκαν όλοι μαζί. Δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κάποιος πόσο σφιχτές ήταν εκείνες οι τελευταίες αγκαλιές. Δεν μπορεί παρά να μην αισθανθεί μια τελευταία παρηγορία: τουλάχιστον δεν έφυγαν μόνοι.

Γιατί ήταν κι εκείνοι που έφυγαν χωρίς αγκαλιά. Ενας ηλικιωμένος εγκλωβισμένος μέσα στο σπίτι του, ένας εργάτης μετανάστης από χώρα μακρινή που δεν έχει καταγραφεί πουθενά και οι δικοί του δεν θα μάθουν ποτέ τι απέγινε, κάποιος μέσα στο αυτοκίνητο που πίστευε ότι θα παράβγαινε τις φλόγες. Χωρίς αγκαλιά. Μέσα στο τοπίο του θανάτου ακόμα κι αυτό φαντάζει πιο σκληρό. Χέρια μου αδειανά, Χριστέ μου, άδεια μου αγκαλιά.

Οι αγκαλιές άλλαξαν τον τελευταίο καιρό. Δεν είναι που οι επιστήμονες τις συστήνουν ανεπιφύλακτα ως ίαμα για τόσα και τόσα: η ζεστασιά που προσφέρουν τα χέρια, η επαφή ενός σώματος με το άλλο, το άγγιγμα του μάγουλου – δημιουργούν μια αίσθηση ασφάλειας, προστασίας, ηρεμίας, αγάπης. Στα 8 δευτερόλεπτα έχουν καταλήξει οι ειδικοί πως οι άνθρωποι που αγκαλιάζονται αλλάζουν κατάσταση, ηρεμούν, χαλαρώνουν, ανασαίνουν βαθιά. Ο εγκέφαλος, λέει, δίνει τότε εντολή για έκκριση αιμογλοβίνης, μιας πρωτεΐνης που μεταφέρει ζωτικές ποσότητες οξυγόνου στην καρδιά και στο μυαλό. Είναι η σεροτονίνη που κάνει πάρτι και όλα μάς φαίνονται καλύτερα ή τουλάχιστον πιο ανεκτά. Είναι η οξυτοκίνη που ενισχύεται και διώχνει την αίσθηση της μοναξιάς ή του θυμού.

Κι αν δεν ήταν όλα αυτά, είναι εκείνο που είδαμε. Είναι το καταφύγιο στη δύσκολη στιγμή. Είναι αυτό που έγραψε η γυναίκα που έχασε όλη την οικογένειά της: «Να αγκαλιάζετε τα παιδιά σας κάθε μέρα». Είναι εκείνο που σκεφτήκαμε αμέσως όλοι – τι θα κάναμε εάν βρισκόμασταν εκεί; Πώς θα φεύγαμε, πού θα πηγαίναμε; Και ποιους θα αγκαλιάζαμε; Η μνήμη της αφής. Οι αγκαλιές που μείναν άδειες. Οι αγκαλιές που έδωσαν ζωή. Οι αγκαλιές για τις οποίες δεν βρήκαμε χρόνο. Οι αγκαλιές που έχουν μέσα το Σύμπαν όλο. Οι αγκαλιές.